ὄνομαι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνομαι:''' Επικ. βʹ ενικ. [[ὄνοσαι]], βʹ πληθ. [[οὔνεσθε]], γʹ πληθ. <i>ὄνονται</i>, γʹ ενικ. ευκτ. [[ὄνοιτο]], γʹ πληθ. παρατ. [[ὤνοντο]]· Επικ. μέλ. [[ὀνόσσομαι]]· αόρ. αʹ [[ὠνοσάμην]], Επικ. μτχ. [[ὀνοσσάμενος]]· Επικ. γʹ ενικ. αορ. [[ὤνατο]]· και Παθ. <i>ὠνόσθην</i>· αποθ., [[κατηγορώ]], [[ψέγω]], [[επιρρίπτω]] [[μομφή]], [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά, [[χλευάζω]], <i>τι</i>, σε Όμηρ.· <i>ἦ οὔνεσθ'</i>, [[ὅτι]] μοι [[Ζεὺς]] ἔδωκεν; με κατηγορείτε για όσα μου έδωσε ο Δίας; σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδ' ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, [[ελπίζω]] να μη μεμψιμοιρείς με τη [[συμφορά]] [[σου]] (δηλ. δεν την [[θεωρώ]] [[καθόλου]] [[βαριά]]), σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὀν. τινα</i>, [[επιρρίπτω]] [[κατηγορία]] σε, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὄνομαι:''' Επικ. βʹ ενικ. [[ὄνοσαι]], βʹ πληθ. [[οὔνεσθε]], γʹ πληθ. <i>ὄνονται</i>, γʹ ενικ. ευκτ. [[ὄνοιτο]], γʹ πληθ. παρατ. [[ὤνοντο]]· Επικ. μέλ. [[ὀνόσσομαι]]· αόρ. αʹ [[ὠνοσάμην]], Επικ. μτχ. [[ὀνοσσάμενος]]· Επικ. γʹ ενικ. αορ. [[ὤνατο]]· και Παθ. <i>ὠνόσθην</i>· αποθ., [[κατηγορώ]], [[ψέγω]], [[επιρρίπτω]] [[μομφή]], [[συμπεριφέρομαι]] περιφρονητικά, [[χλευάζω]], <i>τι</i>, σε Όμηρ.· <i>ἦ οὔνεσθ'</i>, [[ὅτι]] μοι [[Ζεὺς]] ἔδωκεν; με κατηγορείτε για όσα μου έδωσε ο Δίας; σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδ' ὥς σε [[ἔολπα]] ὀνόσσεσθαι κακότητος, [[ελπίζω]] να μη μεμψιμοιρείς με τη [[συμφορά]] [[σου]] (δηλ. δεν την [[θεωρώ]] [[καθόλου]] [[βαριά]]), σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὀν. τινα</i>, [[επιρρίπτω]] [[κατηγορία]] σε, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνομαι:''' эп. тж. οὔνομαι (fut. [[ὀνόσομαι]] - эп. [[ὀνόσσομαι]], aor. [[ὠνοσάμην]], [[ὠνάμην]] и ὠνόσθην - ὀνοσ(σ)άμην; 2 л. sing. praes. [[ὄνοσαι]]; opt. ὀνοίμην; imper. [[ὄνοσο]]; adj. verb. [[ὀνοστός]] и [[ὀνοτός]])<br /><b class="num">1)</b> порицать, осуждать (φρένας τινός Hom.): οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Hom. никто не осудит этой твоей речи;<br /><b class="num">2)</b> порочить, умалять (ἀρετήν τινος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> считать недостаточным, не ставить ни во что или быть недовольным: ἢ οὔνεσθ᾽, ὅτι μοι [[Ζεὺς]] ἄλγε᾽ ἔδωκεν; Hom. или, по-вашему, мало мне горя причинил Зевс?; οὐκ [[ὀνόσσεσθαι]] κακότητος Hom. не жаловаться на недостаток бедствий, т. е. натерпеться вдоволь; [[ἥκιστα]] ὀ. τοὺς χειροτέχνους Her. особенно высоко ценить ремесленников.
}}
}}