ὄνομαι

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνομαι Medium diacritics: ὄνομαι Low diacritics: όνομαι Capitals: ΟΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ónomai Transliteration B: onomai Transliteration C: onomai Beta Code: o)/nomai

English (LSJ)

2sg. ὄνοσαι Od.17.378; Ep. 2pl. οὔνεσθε (Aristarch. ὀνόσασθε, Buttm. and Pap. οὔνοσθε) Il.24.241; 3pl. ὄνονται Od.21.427, Hdt.2.167; opt. ὄνοιτο Il.13.287: impf. 3pl. ὤνοντο (κατ-) Hdt.2.172: Ep. fut. ὀνόσσομαι Il.9.55, Od.5.379: aor. ὠνοσάμην Il.14.95; Ep. part. ὀνοσσάμενος 24.439: also Ep. aor. 3sg. ὤνατο 17.25; and Pass. ὠνόσθην (κατ-) Hdt.2.136; cf. ὀνοστός, ὀνοτός:—blame, find fault with, treat scornfully, c. acc., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας Il.14.95; οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται 9.55; οὐδέ κεν.. μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο 13.287; ὡς ἂν σὴν ἀρετὴν.. οὔ τις ὄνοιτο Od.8.239: followed by a relat., ἦ οὔνεσθ' ὅτι μοι.. Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν; do ye think it a light thing that.. ? (others wrongly refer it to ὀνίνημι, is it to your profit that.. ?), Il.24.241; ἦ ὄνοσαι ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος; Od.17.378: c. gen., οὐδ' ὧς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος for all that, I think thou wilt not quarrel with thy ill-luck (i.e. deem it too light), 5.379: Ep. Verb, once in Hdt. (cf. κατόνομαι), ὄ. τινά throw a slur upon, 2.167.—In AP7.484 (Diosc.) v.l. for ὀνίνημι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 348] 2. Pers. ὄνοσαι, 2. Pers. plur. ep. οὔνεσθε, Il. 24, 241, imperat. ὄνοσο, optat. ὄνοιτο, fut. ὀνόσομαι, ep. ὀνόσσομαι, aor. ὠνόσθην und ὠνοσάμην, inf. ep. ὀνόσσασθαι, in kürzerer Form ὤνατο, Il. 17, 25, – schelten, schmähen, beschimpfen; οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται, Od. 21, 422; σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔτις ὄνοιτο, 8, 239, vgl. Il. 13, 287; ὅτε μ' ὤνατο, 17, 25; νῦν σευ ὠνοσάμ ην φρένας, 14, 95, vgl. 17, 173; mit folgdm ὅτι, ἢ οὔνεσθ', ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 24, 241, scheltet ihr, seid ihr unzufrieden, d. i. ist es euch nicht genug, daß Zeus mir Schmerzen gegeben hat; ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, Od. 17, 378; auch c. gen., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, auch so, hoffe ich, wirst du nicht unzufrieden sein wegen deines Unglücks, ich hoffe, du wirst genug daran haben, 5, 379; ἥκιστα Κορίνθιοι ὄνονται τοὺς χειροτέχνας, Her. 2, 167. – Vgl. ὀνοστός u. ὀνοτάζω.

French (Bailly abrégé)

f. ὀνόσομαι, ao. ὠνοσάμην, ao.2 ὠνάμην, pf. inus.
1 injurier, outrager, acc.;
2 blâmer, reprocher, gourmander ; abs.ὄνοσαι ὅτι ; OD te plains-tu de ce que…? ; ἦ ὀνόσασθ' ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκε ; IL vous plaignez-vous, càd ne trouvez-vous pas suffisant que Zeus m'ait infligé des souffrances ? τινα ou τι, blâmer qqn ou qch.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Russian (Dvoretsky)

ὄνομαι: эп. тж. οὔνομαι (fut. ὀνόσομαι - эп. ὀνόσσομαι, aor. ὠνοσάμην, ὠνάμην и ὠνόσθην - ὀνοσ(σ)άμην; 2 л. sing. praes. ὄνοσαι; opt. ὀνοίμην; imper. ὄνοσο; adj. verb. ὀνοστός и ὀνοτός)
1 порицать, осуждать (φρένας τινός Hom.): οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Hom. никто не осудит этой твоей речи;
2 порочить, умалять (ἀρετήν τινος Hom.);
3 считать недостаточным, не ставить ни во что или быть недовольным: ἢ οὔνεσθ᾽, ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε᾽ ἔδωκεν; Hom. или, по-вашему, мало мне горя причинил Зевс?; οὐκ ὀνόσσεσθαι κακότητος Hom. не жаловаться на недостаток бедствий, т. е. натерпеться вдоволь; ἥκιστα ὀ. τοὺς χειροτέχνους Her. особенно высоко ценить ремесленников.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνομαι: β΄ ἑνικ. ὄνοσαι Ὀδ. Ρ. 378· Ἐπικ. β΄ πληθ. οὔνεσθε· (Ἀρίσταρχ. ὀνόσασθε) Ἰλ. Ω. 241· γ΄ πληθ. ὄνονται Ὀδ. Φ. 427, Ἡρόδ. 2. 167· ὄνοιτο Ἰλ. Ν. 287· - παρατ. γ΄ πληθ. ὤνοντο (κατ-) Ἡρόδ. 2. 172· - Ἐπικ. μέλλ. ὀνόσσομαι Ἰλ. Ι. 55, Ὀδ. Ε. 379: - ἀόρ. ὠνοσάμην Ὅμ.· Ἐπικ. μετοχ. ὀνοσσάμενος Ἰλ. Ω. 439· ὡσαύτως Ἐπικ. ἀόρ. γ΄ ἑνικ. ὤνατο Ρ 25· καὶ παθ. ὠνόσθην (κατ-) Ἡρόδ. 2. 136· πρβλ. ὀνοστός, ὀνοτός. Ἐπικ. ἀποθ., ψέγω, μέμφομαι, ἐπιρρίπτω μομφήν, ἐλέγχω, ὀνειδίζω, χλευάζω, περιφρονητικῶς φέρομαι, μετ’ αἰτ., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας Ἰλ. Ξ. 95· οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Ι. 55· οὐδέ κεν... μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο Ν. 287· ἂν σὴν ἀρετὴν... οὔ τις ὄνοιτο Ὀδ. Θ. 239, κτλ.· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἦ οὔνεσθ’ ὅτι μοι.. Ζεὺς ἄλγε’ ἔδωκεν; ἐκφαυλίζετε καὶ μικρὸν ἡγεῖσθε ὅτι... (ἕτεροι ἀναφέρουσι τὸν τύπον εἰς τὸ ῥῆμ. ὄνινημι, ὠφελεῖσθε διότιΖεὺς κτλ.), Ἰλ. Ω. 241· ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, ἢ εὐκαταφρόνητον καὶ ἀνάξιον λόγου νομίζεις ὅτι.., Ὀδ. Ρ. 378· - μετὰ γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, «διχῶς νοεῖται ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ μέμψασθαί σε τῆς κακότητος, ἤτοι τῆς ταλαιπωρίας ἧς ἔπαθες· ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ ἀπόνασθαί σε, ἤτοι ὠφεληθῆναί σε τῆς κακότητος τῆς σῆς ἕνεκα, ἤτοι τῆς κακουργίας ὅτι ἐτύφλωσας τὸν ἐμὸν υἱὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 379· - ἅπαξ παρ’ Ἡροδ., ὀν. τινα, ἐπιρρίπτω μομφὴν ἐπί τινα, 1. 167. - περὶ τοῦ ὠνόσατο (νῦν ὠνάσατο) ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, ἴδε ἐν λέξ. ὀνίνημι. (Ἐντεῦθεν ὀνοστός, ὀνοτάζω· πρβλ. καὶ ὄνειδος).

English (Autenrieth)

ὄνοσαι, ὄνονται, opt. ὄνοιτο, fut. ὀνόσσομαι, aor. 1 ὠνοσάμην, ὀνόσασθ(ε), -ντ(ο), part. ὀνοσσάμενος, aor. 2 ὤνατο, Il. 17.25: find fault with, scorn, τινά or τὶ, usually w. neg. expressed or implied, Il. 4.539, Il. 17.399; once w. gen., κακτητος, ‘esteem lightly,’ Od. 5.379.

Greek Monotonic

ὄνομαι: Επικ. βʹ ενικ. ὄνοσαι, βʹ πληθ. οὔνεσθε, γʹ πληθ. ὄνονται, γʹ ενικ. ευκτ. ὄνοιτο, γʹ πληθ. παρατ. ὤνοντο· Επικ. μέλ. ὀνόσσομαι· αόρ. αʹ ὠνοσάμην, Επικ. μτχ. ὀνοσσάμενος· Επικ. γʹ ενικ. αορ. ὤνατο· και Παθ. ὠνόσθην· αποθ., κατηγορώ, ψέγω, επιρρίπτω μομφή, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά, χλευάζω, τι, σε Όμηρ.· ἦ οὔνεσθ', ὅτι μοι Ζεὺς ἔδωκεν; με κατηγορείτε για όσα μου έδωσε ο Δίας; σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, ελπίζω να μη μεμψιμοιρείς με τη συμφορά σου (δηλ. δεν την θεωρώ καθόλου βαριά), σε Ομήρ. Οδ.· ὀν. τινα, επιρρίπτω κατηγορία σε, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to scold, to blame, to insult (Hom., also Hdt.).
Other forms: Aor. ὀνόσ(σ)ασθαι (ὤνατο P 25; cf. below), fut. ὀνόσ-σομαι, with κατα- in κατ-ώνοντο, -ονοσθῃ̃ς (Hdt. 2, 172 a. 136).
Derivatives: Verbal adj. ὀνο-τός (Pi., Call., A. R.), ὀνο-σ-τός (Ι 164, Lyc.; -σ- analogical, s. Schwyzer 503; cf. also below and Ammann Μνήμης χάριν 1, 15); dental formation in ὀνοτ-άζω = ὄνομαι (h. Merc., Hes., A.); ὀνητά μεμπτά H., prob. after the oppositum ἀγητά (if not false for ὀνοστά with Baunack Phil. 70, 464 f.); ὄνοσις f. blame (Eust.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [79] *h₃enh₃- blame, revile
Etymology: All forms except ὤνατο (rather aor. then ipf.), ὄναται ἀτιμάζεται H. and the debated οὔνεσθε (Ω 241) are based on ὀνο- (further Schwyzer 681 w. n. 4, ChantraineGramm. hom. 1, 295f. a. 382); ὀνα- is not an old ablautvariant (Schw. 362, Persson Beitr. 2, 669) but a sec. deviation. -- Without certain non-Greek agreement. Quite hypothetic is the comparison with some Celt. words, e.g. MIr. on shame, anim (a- reduced grade?) blemish, fault. The comparison with the not quite reliable GAv. ptc. nadant- slandering, reviling (ἅπ. λεγ.) and with Skt. níndati blame, revile (as ní-nd-ati; but rather ní-n-d-ati, s. ὄνειδος and Mayrhofer s. níndati and nádati) is based on the wrong assumption, that ὀνόσσ-ασθαι, -ομαι and ὀνοστός go back on ὀνοδ-, instead of being analogical. Uncertain is connection with Hitt. hanna- contend, contest Puhvel, Hitt.Et.Dict. 3, 83. -- Details w. older lit. in Bq, WP. 1, 180, Pok. 779, also W.-Hofmann s. nota. Far remains ὄνομα, s. Bq and W.-Hofmann a. O., also WP. 1, 132. To be rejected also Specht Ursprung 126.

Middle Liddell


Dep., to blame, find fault with, throw a slur upon, treat scornfully, τι Hom.; ἦ οὔνεσθ', ὅτι μοι Ζεὺς ἔδωκεν; do ye complain that Zeus has given? Il.; c. gen., οὐδ' σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος I hope thou wilt not quarrel with thy ill-luck (i. e. deem it too light), Od.; ὀν. τινα to throw a slur upon, Hdt.

Frisk Etymology German

ὄνομαι: {ónomai}
Forms: Aor. ὀνόσ(σ)ασθαι (ὤνατο P 25; vgl. unten), Fut. ὀνόσσομαι, mit κατα- in κατώνοντο, -ονοσθῇς (Hdt. 2, 172 u. 136)
Grammar: v.
Meaning: selten, tadeln, schimpfen (Hom., auch Hdt.).
Derivative: Verbaladj. ὀνοτός (Pi., Kall., A. R.), ὀνοσ-τός (Ι 164, Lyk.; -σ- analogisch, s. Schwyzer 503; vgl. auch unten und Ammann Μνήμης χάριν 1, 15); Dentalbildung auch in ὀνοτάζω = ὄνομαι (h. Merc., Hes., A.); ὀνητά· μεμπτά H., wohl nach dem Oppositum ἀγητά (wenn nicht falsch für ὀνοστά mit Baunack Phil. 70, 464 f.); ὄνοσις f. Tadel (Eust.).
Etymology : Alle Formen außer ὤνατο (eher Aor. als Ipf.), ὄναται· ἀτιμάζεται H. und dem umstrittenen οὔνεσθε (Ω 241) gehen von ὀνο- aus (Näheres bei Schwyzer 681 m. A. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 295f. u. 382); ob ὀνα- eine alte Ablautsvariante (Schw. 362, Persson Beitr. 2, 669) oder eine sekundäre Entgleisung enthält, sei dahingestellt. — Ohne sichere außergriech. Entsprechung. Ganz hypothetisch ist der Vergleich mit einigen kelt. Wörtern, z.B. mir. on Schande, anim (a- Reduktionsstufe?) Makel, Fehler. Die Heranziehung von dem nicht ganz zuverlässigen g.aw. Ptz. nadant- lästernd, schmähend (ἅπ. λεγ.) und von aind. níndati tadeln, schmähen (als -nd-ati; aber eher -n-d-ati, s. ὄνειδος und Mayrhofer s. níndati und nádati) fußt auf der irrigen Annahme, daß ὀνόσσασθαι, -ομαι und ὀνοστός auf ὀνοδ- zurückgehen, anstatt analogisch bedingt zu sein. — Einzelheiten m. älterer Lit. bei Bq, WP. 1, 180, Pok. 779, auch W.-Hofmann s. nota. Fern bleibt ὄνομα, s. Bq und W.-Hofmann a. O., auch WP. 1, 132. Abzulehnen ebenfalls Specht Ursprung 126.
Page 2,397

Translations

slander

Bengali: এলজাম দেওয়া; Bulgarian: клеветя; Catalan: calumniar, injuriar; Chinese Mandarin: 毀謗, 誹謗, 诽谤, 中傷, 中伤, 詆毀, 诋毁; Cornish: sklandra; Czech: pomluvit; Danish: bagtale; Dutch: smaden, lasteren; Esperanto: kalumnii; Farefare: dõrɛ; Finnish: suullisesti loukata jonkun kunniaa; French: calomnier verbalement; Galician: deostar, calumniar, inxuriar; German: mündlich verleumden, mündlich verunglimpfen; Gothic: 𐍅𐌰𐌾𐌰𐌼𐌴𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: συκοφαντώ, διαβάλλω, διασύρω; Ancient Greek: αἰξωνεύομαι, βασκαίνω, βλασφημέω, βλασφημῶ, διαβάλλω, ἐνδιαβάλλω, κακορρημονέω, ὄνομαι, προσδιαβάλλω, συκοφαντέω, συκοφαντῶ, ψογέω, ψογίζω; Hungarian: rágalmaz; Italian: diffamare, infangare, infamare, denigrare, calunniare; Japanese: 中傷する, 讒言する; Korean: 갈붙이다, 훼방하다, 중상하다, 자훼하다, 손가락질하다; Luxembourgish: beklaatschen; Macedonian: клевети; Maori: tūtara, tarawau, mure; Moore: rõde, dõde; Polish: szkalować; Portuguese: caluniar, injuriar, difamar; Romanian: defăima; Russian: клеветать, злословить, порочить, хаять, хулить, наговаривать, очернять; Scottish Gaelic: càin; Serbo-Croatian: klevetati, клеветати; Spanish: calumniar, difamar, dejar negro, pelar; Swedish: baktala, förtala; Thai: ใส่ร้าย, นินทา; Welsh: athrodi