ὁμολογουμένως: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμολογουμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. ενεστ. του [[ὁμολογέω]]·<br /><b class="num">1.</b> σε [[συμφωνία]] με, σύμφωνα με, <i>τοῖς εἰρημένοις</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με [[κοινή]] [[συναίνεση]], κατά [[κοινή]] [[ομολογία]], σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὁμολογουμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. ενεστ. του [[ὁμολογέω]]·<br /><b class="num">1.</b> σε [[συμφωνία]] με, σύμφωνα με, <i>τοῖς εἰρημένοις</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με [[κοινή]] [[συναίνεση]], κατά [[κοινή]] [[ομολογία]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμολογουμένως:''' [adv. к part. praes. pass. от [[ὁμολογέω]]<br /><b class="num">1)</b> по общему признанию Thuc. etc.;<br /><b class="num">2)</b> в соответствии, согласно (τοῖς εἰρημένοις Xen.; τῇ μαντείᾳ Arst.).
}}
}}