Anonymous

ὁμολογουμένως: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὁμολογουμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[κοινή]] [[ομολογία]], αναντίρρητα, αναμφίβολα<br /><b>αρχ.</b><br />σύμφωνα με [[κάτι]] («[[ὁμολογουμένως]] τῇ φύσει ζῆν», Ζην.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. της μεσ. φωνής του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>].
|mltxt=(Α [[ὁμολογουμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[κοινή]] [[ομολογία]], αναντίρρητα, αναμφίβολα<br /><b>αρχ.</b><br />σύμφωνα με [[κάτι]] («[[ὁμολογουμένως]] τῇ φύσει ζῆν», Ζην.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. της μεσ. φωνής του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμολογουμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. ενεστ. του [[ὁμολογέω]]·<br /><b class="num">1.</b> σε [[συμφωνία]] με, σύμφωνα με, <i>τοῖς εἰρημένοις</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με [[κοινή]] [[συναίνεση]], κατά [[κοινή]] [[ομολογία]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}