3,274,873
edits
(28) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ὁμολογουμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[κοινή]] [[ομολογία]], αναντίρρητα, αναμφίβολα<br /><b>αρχ.</b><br />σύμφωνα με [[κάτι]] («[[ὁμολογουμένως]] τῇ φύσει ζῆν», Ζην.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. της μεσ. φωνής του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>]. | |mltxt=(Α [[ὁμολογουμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[κοινή]] [[ομολογία]], αναντίρρητα, αναμφίβολα<br /><b>αρχ.</b><br />σύμφωνα με [[κάτι]] («[[ὁμολογουμένως]] τῇ φύσει ζῆν», Ζην.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. της μεσ. φωνής του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμολογουμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. ενεστ. του [[ὁμολογέω]]·<br /><b class="num">1.</b> σε [[συμφωνία]] με, σύμφωνα με, <i>τοῖς εἰρημένοις</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με [[κοινή]] [[συναίνεση]], κατά [[κοινή]] [[ομολογία]], σε Θουκ., Πλάτ. | |||
}} | }} |