ὁρμάω: Difference between revisions

3,525 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁρμάω:''' ([[ὁρμή]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, Αττ. αόρ. αʹ <i>ὥρμησα</i>, παρακ. [[ὥρμηκα]] — Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>ὁρμήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὡρμησάμην</i> και [[ὡρμήθην]], παρακ. [[ὥρμημαι]], Ιων. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. [[ὡρμέαται]] και <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]] ή [[παροτρύνω]], [[κεντρίζω]], [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>ὁρμηθεὶς θεοῦ</i>, εμπνευσμένος, παρακινημένος από τον θεό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πράγμα]] ως [[αντικείμενο]], [[ανακινώ]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὡρμάθη [[πλαγά]], πληγώθηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κάνω την [[αρχή]], [[σπεύδω]], [[ορμώ]].<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>nς ὁρμήσῃ διώκειν</i>, [[ποιος]] αρχίζει την [[καταδίωξη]]; σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὁσσάκι]] δ'ὁρμήσειε πυλάων [[ἀντίον]] ἀΐξασθαι, [[κάθε]] [[φορά]] που άρχιζε κι ορμούσε ενάντια στις πύλες, στο ίδ.· [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου εσπευσμένα ή [[κατακέφαλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὁρμᾶν [[ἐπί]] τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, κατά τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπὶ τὸ σκοπεῖν</i>, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, <i>ὁρμῶ ἐς μάχην</i>, [[σπεύδω]], [[ορμώ]], στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· <i>εἰς ἀγῶνα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], σε Πλάτ.· αἱ [[μάλιστα]] ὁρμήσασαι ([[νῆες]]), τα πλοία που έκαναν τη μεγαλύτερη έφοδο, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ., όπως το αμτβ. Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται</i>, ότι δεν θα ορμήσουν να φύγουν, δεν θα σκεφτούν να αποδράσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>διώκειν ὡρμήθησαν</i>, στο ίδ.· ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] ὡρμήθη λέγεσθαι, η [[ομιλία]] αυτή άρχισε να απαγγέλλεται, επιχειρήθηκε να εκφωνηθεί, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>λόγον</i>, <i>τὸν ὥρμητο λέγειν</i>, την οποία ([[ομιλία]]) είχε σκοπό να εκφωνήσει, στον ίδ.· και με [[παράλειψη]] απαρ., <i>μενεήναμεν ὁρμηθέντε</i>, επιθυμούσαμε σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σπεύδω]] στο κατόπι, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁρμᾶσθαι [[ἐπί]] τινι, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπί]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ. του τόπου, <i>νερτέρας πλάκας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αρχίζω]] από, [[ξεκινώ]] από, έχω ως [[αφετηρία]], [[ἐνθεῦτεν]] ὁρμώμενος, ξεκινώντας από κει για να κάνουν την καθημερινή τους [[εργασία]], σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για στρατηγό, [[καθιστώ]] έναν [[τόπο]] χώρο για το [[επιτελείο]] μου ή [[βάση]] των επιχειρήσεών μου, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, <i>ὁρμώμενος ἀπὸ Σάρδεων</i>, σε Ξεν.· <i>ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος</i>, εκκινώντας, αρχίζοντας με λιγότερα μέσα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[εφορμώ]], σε Όμηρ.· γενικά, [[σπεύδω]], [[ανυπομονώ]], σε Αισχύλ.· [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], τὸ [[φέγγος]] ὁρμάσθω [[πυρός]], στο ίδ.· [[ὕβρις]] [[ἀτάρβητος]] ὁρμᾶται, [[χωρίς]] φόβο ξεχύνεται η [[προσβολή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με πραγματικά Παθ. [[σημασία]], πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, παρακινημένος από τους θεούς, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁρμάω:''' ([[ὁρμή]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, Αττ. αόρ. αʹ <i>ὥρμησα</i>, παρακ. [[ὥρμηκα]] — Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>ὁρμήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὡρμησάμην</i> και [[ὡρμήθην]], παρακ. [[ὥρμημαι]], Ιων. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. [[ὡρμέαται]] και <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]] ή [[παροτρύνω]], [[κεντρίζω]], [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>ὁρμηθεὶς θεοῦ</i>, εμπνευσμένος, παρακινημένος από τον θεό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πράγμα]] ως [[αντικείμενο]], [[ανακινώ]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὡρμάθη [[πλαγά]], πληγώθηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κάνω την [[αρχή]], [[σπεύδω]], [[ορμώ]].<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>nς ὁρμήσῃ διώκειν</i>, [[ποιος]] αρχίζει την [[καταδίωξη]]; σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὁσσάκι]] δ'ὁρμήσειε πυλάων [[ἀντίον]] ἀΐξασθαι, [[κάθε]] [[φορά]] που άρχιζε κι ορμούσε ενάντια στις πύλες, στο ίδ.· [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου εσπευσμένα ή [[κατακέφαλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὁρμᾶν [[ἐπί]] τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, κατά τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπὶ τὸ σκοπεῖν</i>, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, <i>ὁρμῶ ἐς μάχην</i>, [[σπεύδω]], [[ορμώ]], στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· <i>εἰς ἀγῶνα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], σε Πλάτ.· αἱ [[μάλιστα]] ὁρμήσασαι ([[νῆες]]), τα πλοία που έκαναν τη μεγαλύτερη έφοδο, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ., όπως το αμτβ. Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται</i>, ότι δεν θα ορμήσουν να φύγουν, δεν θα σκεφτούν να αποδράσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>διώκειν ὡρμήθησαν</i>, στο ίδ.· ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] ὡρμήθη λέγεσθαι, η [[ομιλία]] αυτή άρχισε να απαγγέλλεται, επιχειρήθηκε να εκφωνηθεί, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>λόγον</i>, <i>τὸν ὥρμητο λέγειν</i>, την οποία ([[ομιλία]]) είχε σκοπό να εκφωνήσει, στον ίδ.· και με [[παράλειψη]] απαρ., <i>μενεήναμεν ὁρμηθέντε</i>, επιθυμούσαμε σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σπεύδω]] στο κατόπι, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁρμᾶσθαι [[ἐπί]] τινι, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπί]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ. του τόπου, <i>νερτέρας πλάκας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αρχίζω]] από, [[ξεκινώ]] από, έχω ως [[αφετηρία]], [[ἐνθεῦτεν]] ὁρμώμενος, ξεκινώντας από κει για να κάνουν την καθημερινή τους [[εργασία]], σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για στρατηγό, [[καθιστώ]] έναν [[τόπο]] χώρο για το [[επιτελείο]] μου ή [[βάση]] των επιχειρήσεών μου, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, <i>ὁρμώμενος ἀπὸ Σάρδεων</i>, σε Ξεν.· <i>ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος</i>, εκκινώντας, αρχίζοντας με λιγότερα μέσα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[εφορμώ]], σε Όμηρ.· γενικά, [[σπεύδω]], [[ανυπομονώ]], σε Αισχύλ.· [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], τὸ [[φέγγος]] ὁρμάσθω [[πυρός]], στο ίδ.· [[ὕβρις]] [[ἀτάρβητος]] ὁρμᾶται, [[χωρίς]] φόβο ξεχύνεται η [[προσβολή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με πραγματικά Παθ. [[σημασία]], πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, παρακινημένος από τους θεούς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρμάω:''' (fut. ὁρμήσω - дор. ὁρμάσω с ᾱ, aor. ὥρμησα - дор. ὥρμᾱσα; pass.: aor. [[ὡρμήθην]] - дор. [[ὡρμάθην]] с ᾱ, pf. [[ὥρμημαι]] - ион. 3 л. pl. [[ὁρμέαται]]; эп. aor. med. ὡρμησάμην)<br /><b class="num">1)</b> приводить в движение или побуждать, вовлекать (τινα εἰς πόλεμον Hom., Thuc.; τινα [[ποτὶ]] [[κλέος]] Pind.): τὸν [[στράτευμα]] ὁ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Her. повести войско на Афины; ἐπὶ πλεονεξίαν ὁ. τινα Plat. увлечь кого-л. на путь корыстолюбия; ὁ. μέριμναν ἐπί τι Eur. обратить свои помыслы на что-л.; ὁ. τινα ἐκ [[χερός]] (τινος) Eur. вырвать кого-л. из чьих-л. рук; ὁρμηθεὶς [[ὑπό]] τινος Hom., Plat. подстрекаемый (побуждаемый) чем-л.; πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος Soph. по велению богов;<br /><b class="num">2)</b> возбуждать, начинать, разжигать (πόλεμον Hom.): [[ὅτε]] ὡρμάθη [[πλαγά]] Soph. когда был нанесен удар; ὁ. διώκειν Hom. и εἰς τὸ διώκειν Xen. начинать преследование, бросаться в погоню; (ἡ γῆ), τῆς [[πέρι]] [[ὅδε]] ὁ [[λόγος]] ὥρμηται λέγεσθαι Her. страна, о которой начато это повествование;<br /><b class="num">3)</b> пытаться, покушаться, порываться (πυλάων [[ἀντίον]] [[ἀΐξασθαι]] Hom.): ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν Her. попытаться начать сражение; νίκην ὁ. ἀλαλάξαι Soph. готовиться провозгласить (свою) победу; ὁ. ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ λόγου Plat. пытаться вмешаться в разговор; μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται Hom. чтобы (ахейцы) не пытались бежать;<br /><b class="num">4)</b> устремляться, бросаться, нападать (ὁ. τινος Hom., ἐπί τινα Her. и εἴς или [[κατά]] τινα Xen.);<br /><b class="num">5)</b> бежать, спешить, устремляться, бросаться (πρὸς τὸν πόσιν, εἰς ἀγῶνα Eur.; ἐς μάχην Aesch.; κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν NT): ὁ. ἐς φυγήν Her. (поспешно) обратиться в бегство; ὁ. στρατείαν Xen. отправиться в поход; ὁ. τὴν [[ἄνω]] ὁδόν Xen. двинуться в глубь страны; αἱ [[μάλιστα]] ὁρμήσασαι [[νῆες]] Thuc. дальше всех ушедшие корабли;<br /><b class="num">6)</b> (преимущ. med.) стремиться, желать, хотеть (πρὸς τὴν ἡδονήν, ἐπ᾽ ἀλήθειαν Plat.): [[ὥσπερ]] ὡρμήσαμεν, [[ἴωμεν]] Plat. поступим, как мы хотели; οἱ ὡρμηκότες ἐπὶ τὸ σκοπεῖν τὰ τῶν ἄλλων πράγματα Xen. любители подсматривать чужие дела.
}}
}}