πέπεισθι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(5)
 
(3b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπεισθι:''' αντί <i>πέποιθε</i>, προστ. αμτβ. παρακ. του [[πείθω]].
|lsmtext='''πέπεισθι:''' αντί <i>πέποιθε</i>, προστ. αμτβ. παρακ. του [[πείθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πέπεισθι:''' Aesch. imper. pf. 2 к πεῖθω.
}}
}}

Latest revision as of 01:56, 1 January 2019

Greek Monotonic

πέπεισθι: αντί πέποιθε, προστ. αμτβ. παρακ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πέπεισθι: Aesch. imper. pf. 2 к πεῖθω.