πέπεισθι

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Greek Monotonic

πέπεισθι: αντί πέποιθε, προστ. αμτβ. παρακ. του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πέπεισθι: Aesch. imper. pf. 2 к πεῖθω.