περικεράννυμαι: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(6_20) |
(3b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικεράννῠμαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον. | |lstext='''περικεράννῠμαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικεράννῠμαι:''' быть разлитым вокруг ([[κύκλῳ]] περί τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
περικεράννῠμαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον.
Russian (Dvoretsky)
περικεράννῠμαι: быть разлитым вокруг (κύκλῳ περί τι Plut.).