3,251,386
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''πολυειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυειδής:''' многообразный, разнообразный, различный Plat., Polyb., Luc.: πολυειδῆ φθέγγεσθαι Thuc. издавать самые разнообразные возгласы. | |||
}} | }} |