Anonymous

πολυειδής: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, [[ποικίλος]] (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ.<br />β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον [[γένος]]», Τίμ. Λοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυειδές</i><br />(για χρώματα) η [[πολυειδία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολυειδῆ [[φθέγγομαι]]» — [[βγάζω]] ποικίλες φωνές<br />β. «πολυειδὴς [[τροχίσκος]]» — [[ονομασία]] παστίλιας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυειδώς</i> / <i>πολυειδῶς</i> ΝΜΑ<br />ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, [[ποικίλος]] (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ.<br />β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον [[γένος]]», Τίμ. Λοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυειδές</i><br />(για χρώματα) η [[πολυειδία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολυειδῆ [[φθέγγομαι]]» — [[βγάζω]] ποικίλες φωνές<br />β. «πολυειδὴς [[τροχίσκος]]» — [[ονομασία]] παστίλιας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυειδώς</i> / <i>πολυειδῶς</i> ΝΜΑ<br />ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}