πολύστονος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύστονος:''' -ον ([[στένω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στενάζει [[πολύ]], αυτός που πενθεί, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, [[θλιβερός]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
|lsmtext='''πολύστονος:''' -ον ([[στένω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στενάζει [[πολύ]], αυτός που πενθεί, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, [[θλιβερός]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύστονος:''' <b class="num">1)</b> стонущий от многих бед, глубоко несчастный ([[Ἠλέκτρα]] Soph.): [[μάλα]] δ᾽ [[εἰμὶ]] π. Hom. я чрезвычайно несчастен;<br /><b class="num">2)</b> заставляющий стонать, т. е. жестокий, роковой, гибельный (κήδεα Hom.; [[φάτις]] Aesch.; [[Τροία]] Soph.; [[Ἐρινύς]] Eur.).
}}
}}