3,277,649
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προφῡράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακατεύω]] ή [[ζυμώνω]] από [[πριν]]· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται [[λόγος]], ο [[λόγος]] είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''προφῡράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακατεύω]] ή [[ζυμώνω]] από [[πριν]]· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται [[λόγος]], ο [[λόγος]] είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προφῡράω:''' досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν [[κακόν]] μοι [[μέγα]] τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται [[λόγος]] Arph. речь уже готова. | |||
}} | }} |