προφυράω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προφῡράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακατεύω]] ή [[ζυμώνω]] από [[πριν]]· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται [[λόγος]], ο [[λόγος]] είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προφῡράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακατεύω]] ή [[ζυμώνω]] από [[πριν]]· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται [[λόγος]], ο [[λόγος]] είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προφῡράω:''' досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν [[κακόν]] μοι [[μέγα]] τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται [[λόγος]] Arph. речь уже готова.
}}
}}