3,277,241
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ. | |lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσερέω:''' стяж. [[προσερῶ]] fut. к * [[προσέρω]]. | |||
}} | }} |