Anonymous

προσερέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ.
}}
}}