προὔβαλον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προὔβᾰλον:''' [[προὔβην]], αμτβ. αντί <i>προ-έβαλον</i>, <i>προέβην</i>.
|lsmtext='''προὔβᾰλον:''' [[προὔβην]], αμτβ. αντί <i>προ-έβαλον</i>, <i>προέβην</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''προὔβαλον:''' (= προέβαλον) стяж. aor. 2 к [[προβάλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 03:20, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. de προβάλλω.

Greek Monotonic

προὔβᾰλον: προὔβην, αμτβ. αντί προ-έβαλον, προέβην.

Russian (Dvoretsky)

προὔβαλον: (= προέβαλον) стяж. aor. 2 к προβάλλω.