Σικελίδης: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(37)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α<br />([[προσωνυμία]] που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο [[Σικελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Σικελός]] <span style="color: red;">+</span> πατρωνυμ. κατάλ. -<i>ίδης</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α<br />([[προσωνυμία]] που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο [[Σικελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Σικελός]] <span style="color: red;">+</span> πατρωνυμ. κατάλ. -<i>ίδης</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Σῑκελίδης:''' дор. [[Σικελίδας|Σῑκελίδᾱς]] ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.
}}
}}

Revision as of 03:32, 1 January 2019

Greek Monolingual

και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α
(προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. -ίδης].

Russian (Dvoretsky)

Σῑκελίδης: дор. Σῑκελίδᾱς ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.