σινάμωρος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐνάμωρος:''' [ᾰ], -ον, [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] [[ἑωυτοῦ]] [[σινάμωρος]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από [[σίνομαι]] και <i>-μωρος</i>, βλ. ἰό-μωροι).
|lsmtext='''σῐνάμωρος:''' [ᾰ], -ον, [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] [[ἑωυτοῦ]] [[σινάμωρος]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από [[σίνομαι]] και <i>-μωρος</i>, βλ. ἰό-μωροι).
}}
{{elru
|elrutext='''σῐνάμωρος:''' <b class="num">1)</b> причиняющий вред, разоряющий: τῶν [[ἑωυτοῦ]] σ. Her. портящий собственное достояние;<br /><b class="num">2)</b> падкий до лакомств ([[σκύλαξ]] Plut.).
}}
}}