3,277,286
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐνάμωρος:''' [ᾰ], -ον, [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] [[ἑωυτοῦ]] [[σινάμωρος]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από [[σίνομαι]] και <i>-μωρος</i>, βλ. ἰό-μωροι). | |lsmtext='''σῐνάμωρος:''' [ᾰ], -ον, [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], με γεν. πράγμ., [[τῶν]] [[ἑωυτοῦ]] [[σινάμωρος]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από [[σίνομαι]] και <i>-μωρος</i>, βλ. ἰό-μωροι). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐνάμωρος:''' <b class="num">1)</b> причиняющий вред, разоряющий: τῶν [[ἑωυτοῦ]] σ. Her. портящий собственное достояние;<br /><b class="num">2)</b> падкий до лакомств ([[σκύλαξ]] Plut.). | |||
}} | }} |