σινάμωρος
English (LSJ)
σινάμωρον,
A mischievous, hurtful, ὀλέθρια καὶ σ. Hp.Art.48; wantonly mischievous, Anacr.52; of a dog, Plu.2.3a: c. gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ σ. destructive of his own property, Hdt.5.92.ζ. Adv. σιναμώρως, ἐπέδακνεν τὸν Εὐριπίδην Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvi 23.
2 wanton, ἀπάτη Ach.Tat.2.38 (s.v.l.). (σίνομαι: for the termin. -μωρος, cf. ἰόμωρος.)
German (Pape)
[Seite 882] schädlich, verderblich, verwüstend; mit dem gen. der Sache, παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρον, d. i. seiner eigenen Sache schadend, Her. 5, 92, 6. – Bei den Attikern = naschhaft, leckerhaft, bes. lüstern nach verbotenem Liebesgenusse, wollüstig; καὶ λίχνος, von einem Hunde, Plut. de educ. lib. 4; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 609; Schol. Ar. Nubb. 1053 erkl. σινάμωρον τὸ πορνικόν, wie auch σινάμωρος ἡ μεμορημένη, und fügt die Ableitung von σίνος = αἰδοῖον hinzu. Der Zusammenhang mit σίνομαι, σίνος ist klar, -μωρος aber dieselbe Ableitungssylbe, welche in ἐγχεσίμωρος, ἰόμωρος, ὑλακόμωρος vorkommt (σινόμωρος, welche Form analoger gebildet wäre, ist schon von den alten Gramm. verworfen, vgl. Wessel. Her. 1, 152 u. Jac. in Wolf's Anal. 3 p. 30), und die verschieden gedeutet wird, verwüstungstoll, naschtoll, oder dem das Beschädigen, Naschen gleichsam zu Teil geworden (μόρος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 nuisible, funeste;
2 vorace, gourmand.
Étymologie: σίνομαι, -μωρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σινάμωρος -ον [σίνος, μωρός?] schadelijk, verwoestend.
Russian (Dvoretsky)
σῐνάμωρος:
1 причиняющий вред, разоряющий: τῶν ἑωυτοῦ σ. Her. портящий собственное достояние;
2 падкий до лакомств (σκύλαξ Plut.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. βλαβερός, επιζήμιος
2. λάγνος, ασελγής
3. (κατά τον Ησύχ.) «σινάμωρος
κακόσχολος».
επίρρ...
σιναμώρως
με τρόπο επιβλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῐν-α- (πρβλ. σῐνος «βλάβη, ζημιά») + -μωρος, που είτε πρόκειται για ΙΕ στοιχείο, δυσερμήνευτο σημασιολογικά (πρβλ. εγχεσίμωρος, ιόμωρος) είτε συνδέεται με το επίθ. μωρός.
Greek Monotonic
σῐνάμωρος: [ᾰ], -ον, επιβλαβής, επιζήμιος, με γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρος, επιζήμιος, βλαβερός για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από σίνομαι και -μωρος, βλ. ἰό-μωροι).
Greek (Liddell-Scott)
σῐνάμωρος: [ᾰ], -ον, βλαπτικός, ἐπιβλαβής, ὀλέθρια καὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816· ἀκολάστως βλαπτικός, αἰσχρός, λάγνος, Ἀνακρ. 52· ἐπὶ κυνός, Πλούτ. 2. 3Α, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1009· ― μετὰ γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ σ., βλάπτων τὰς ἰδίας του ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 5. 92, 6. 2) αἰσχρός, λάγνος, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. 609. (Εἶναι κατάδηλος ἡ ἐκ τοῦ σίνομαι ἐτυμολογία· περὶ δὲ τῆς καταλήξεως -μωρος, ἴδε τὴν λ. ἰόμωρος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σινάμωρος· κακόσχολος».
Middle Liddell
σῐνά-˘μωρος, ον, [From σίνομαι, -μωρος, v. ἰόμωροι
mischievous, c. gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ ς. ruining his own affairs, Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=βλαβερός, αἰσχρός). Ἀπό ρίζα σιν- τοῦ σίνομαι, ἡ ἐτυμολογία τοῦ β´ συνθετικοῦ εἶναι ἄγνωστη (ἴσως ἀπό ρίζα μερμέριμνα). Παράγωγα τοῦ σινάμωρος: σιναμωρία, σιναμωρῶ (=βλάπτω).