συγγιγνώσκω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγιγνώσκω:''' Ιων. συγγῑν-· μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έγνων</i>, παρακ. <i>-έγνωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] κατά τον ίδιο τρόπο με, [[συμφωνώ]] με, [[ομονοώ]], [[ομοφωνώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· με αιτ., <i>τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν</i>, μοιράστηκαν την [[ευθύνη]] για το [[σφάλμα]], σε Θουκ.· απόλ., [[συναινώ]], [[συμφωνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συγγιγνώσκω]] ἑαυτῷ, είμαι εν [[γνώσει]], [[συνειδητοποιώ]]· καὶ αὐτοὶ ξυνέγνωσαν [[σφίσιν]] ὡς ἠδικηκότες, σε Λυσ.· ομοίως στη Μέσ. συνεγινώσκετο ἑωυτῷ [[οὐκέτι]] [[εἶναι]] [[δυνατός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδέχομαι]], [[αναγνωρίζω]], [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]], [[ομολογώ]], [[αποδέχομαι]], <i>τι</i>, στον ίδ., Αττ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ξυγγνοῖμεν ἂν ἡμαρτηκότες</i>, σε Σοφ.· απόλ., [[ομολογώ]] το [[σφάλμα]] μου, το [[αναγνωρίζω]], σε Ενεργ. και Μέσ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρέφω]] τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον· ομοίως, τον [[δικαιολογώ]], τον [[συγχωρώ]], του [[δίνω]] [[χάρη]] ή [[άφεση]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[συγγιγνώσκω]] τινὶ τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere [[aliqui]] culpam, σε Ευρ.· επίσης με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγγιγνώσκω:''' Ιων. συγγῑν-· μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έγνων</i>, παρακ. <i>-έγνωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] κατά τον ίδιο τρόπο με, [[συμφωνώ]] με, [[ομονοώ]], [[ομοφωνώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· με αιτ., <i>τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν</i>, μοιράστηκαν την [[ευθύνη]] για το [[σφάλμα]], σε Θουκ.· απόλ., [[συναινώ]], [[συμφωνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συγγιγνώσκω]] ἑαυτῷ, είμαι εν [[γνώσει]], [[συνειδητοποιώ]]· καὶ αὐτοὶ ξυνέγνωσαν [[σφίσιν]] ὡς ἠδικηκότες, σε Λυσ.· ομοίως στη Μέσ. συνεγινώσκετο ἑωυτῷ [[οὐκέτι]] [[εἶναι]] [[δυνατός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδέχομαι]], [[αναγνωρίζω]], [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]], [[ομολογώ]], [[αποδέχομαι]], <i>τι</i>, στον ίδ., Αττ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ξυγγνοῖμεν ἂν ἡμαρτηκότες</i>, σε Σοφ.· απόλ., [[ομολογώ]] το [[σφάλμα]] μου, το [[αναγνωρίζω]], σε Ενεργ. και Μέσ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρέφω]] τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον· ομοίως, τον [[δικαιολογώ]], τον [[συγχωρώ]], του [[δίνω]] [[χάρη]] ή [[άφεση]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[συγγιγνώσκω]] τινὶ τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere [[aliqui]] culpam, σε Ευρ.· επίσης με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγιγνώσκω:''' ион. συγγῑνώσκω тж. med.<br /><b class="num">1)</b> одинаково думать, решать вместе (с кем-л.), быть одинакового мнения, соглашаться (τινί Xen.; τινί τι Isae.): [[μετὰ]] πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν Thuc. (хиосцы) разделяли это заблуждение со многими; οὐ ὁ συγγνωσόμενός τοι [[πάρα]] Her. нет такого, кто согласился бы с тобой; συγγνόντες οἴχοντο ἀποστάντες Her. согласившись, они отказались от своего намерения;<br /><b class="num">2)</b> (обычно с ἑαυτῷ) признавать(ся), сознавать(ся): συνέγνωσαν καὶ αὐτοὶ [[σφίσιν]] ὡς ἠδικηκότες Lys. они сами признали, что поступили незаконно; συγγινωσκόμενος τῶν ἀνθρώπων εἶναι βαρυσυμφορώτατος Her. считая себя несчастнейшим из людей; οὔ οἱ συγγινώσκων λέγειν ἀληθέα Her. не поверив тому, что он говорит правду; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες (pl. m = sing. f) Soph. (в этом случае) я готова была бы, стерпев, признать себя виновной;<br /><b class="num">3)</b> извинять, прощать: σ. τινί τι Aesch., Eur. и τινί τινος Eur., Plat.; прощать кому-л. что-л.; σύγγνωθι [[ἡμῖν]] τοῖς λελεγμένοις Eur. прости мне мои слова; ἡ [[βία]] γὰρ ταῦτ᾽ ἀναγκάζει με δρᾶν, ξύγγνωτε Soph. ведь необходимость заставляет меня делать это, простите (меня).
}}
}}