συγγιγνώσκω

English (LSJ)

Ion. and later Gr. συγγινώσκω:
A fut. συγγνώσομαι E. Ion 1440, etc.: aor. 2 συνέγνων A.Supp.215, etc.: pf. συνέγνωκα:—think with, agree with, τινι X.Cyr.7.2.27; μοι ταῦτα Is.8.38; μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν shared the error with them, Th.8.24: abs., consent, agree, Hdt.4.5, Th.2.60:—Med., Hdt.3.99.
b come to agreement legally, ἀμφὶ τὰν δαῖσιν Leg.Gort.5.46, cf. PGnom.169 (ii A.D.); of the parties to a treaty, SIG56.33 (Argos, v B.C.).
2 later, to be privy to a thing, join in a plot with, τινι App.BC2.6: c. acc., τὴν ἐπιβουλήν D.C.44.13; τὴν φυγήν Cat.Cod.Astr.1.98; οἱ συνεγνωκότες conspirators, App.BC2.5.
II σ. ἑαυτῷ to be conscious, with part. in nom., σ. καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Lys.9.11; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες S.Ant.926; σ. ἑαυτοῖς κακῶς βουλευόμενοι (as v.l. for -οις) D.H.2.55: with part. in dat., σ. αὐτοῖσι ἡμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς Hdt.5.91, cf. D.H.3.60:—Med., συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατός Hdt.3.53.
2 acknowledge, own, confess, τι Id.4.3; οὐχ ἧσσον ταῦτα ἐκείνου Th.7.73: c. acc. et inf., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια Hdt.1.89, cf. 91: c. dat. et inf., οὔ οἱ σ. λέγειν ἀληθέα Id.4.43; also σ. ὡς.. Pl.Lg.717d: abs., confess one's error, νῦν συγγνοὺς χρήσομαι τῇ ἐκείνου γνώμῃ Hdt.7.13, cf. 9.122:—Med., οὔτε συγγινωσκόμενοι (sc. τοῦτο) Id.5.94, cf. 6.92: c. inf., οὐ συνεγινώσκετο αὐτὸς.. εἶναι αἴτιος ib.61, cf. 1.45, 4.126, 5.86: c. acc. et inf., Id.6.140.
3 ἡ συνεγνωσμένη ζωή life as generally understood, opp. οὐσιώδης, Dam.Pr.139; so θάνατος ὁ -σμένος Porph. Sent.9; τὰ κατ' αἴσθησιν -σμένα ib.38; τῶν -σμένων τοῖς πολλοῖς Syrian.in Metaph.26.14.
4 recognize, τινα Arch.Pap.1.219 (Ptolemaic).
III collect or conclude from premisses, εὖ γε ξυνέβαλεν αὔτ'· ἀτὰρ δῆλόν γ' ἀφ' οὗ ξυνέγνω Ar.Eq.427; ἐκ θεσφάτων ὅτι.. D.H. 4.4.
IV have a fellow-feeling with another: hence, make allowance for him, excuse, pardon, S.El.257, E.Ion1440, X.Cyr.5.1.13; τινι S. Tr.279, E.El.1105, etc.; σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Id.Andr.840, cf. A. Supp.215 (where εὐγνώη codd.); δημοκρατίαν αὐτῷ τῷ δήμῳ συγγιγνώσκω X.Ath.2.20; αὐτοῖς τῆς ἐπιθυμίας Pl.Euthd.306c; βαρβάροις ὅτι.. Id.Mx.244b; ξ. εἰ.. Ar.V.959; also σ. τοῖς εἰρημένοις E.El. 348, cf. Pl.Smp. 218b; κλοπαῖς E.IT1400, cf. Ar.Eq.1299 (lyr.); σ. ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις E.Hel.82:—Med., A.Supp.216, Hdt.7.12, Democr.253.

German (Pape)

[Seite 961] später συγγινώσκω (s. γιγνώσκω), 1) mit Einem denken, gleiche Ansicht mit ihm haben, mit ihm übereinstimmen; τινί, Her. 4, 43, πρός τι, 4, 5, absolut, 7, 13. 9, 122; auch im med., 3, 99. 7, 12; zugeben, anerkennen, eingestehen, τί, 4, 3. 9, 122; c. inf., 6, 92; mit acc. c. int., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια, 1, 89. 91; u. mit partic., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες, Soph. Ant. 917; med. von sich zugeben, eingestehen, Her. 5, 94. 9, 41; c. inf., 1, 45. 4, 126. 5, 86 u. öfter; dah. auch sich bewußt sein, ἑαυτῷ, c. int., 3, 53, wie συγγνῶναι ἑαυτῷ c. partic. 5, 91, einsehen; Ar. Equ. 425, wie Thuc. οἱ δὲ ξυνεγίγνωσκον καὶ αὐτοὶ οὐχ ἦσσον ἐκείνου, 7, 73; Plat. Legg. IV, 717, d u. Folgde. – 2) gnädig sein, verzeihen, vergeben; εἰδὼς ἂν αἶσαν τήνδε συγγνοίη βροτοῖς, Aesch. Suppl. 212; u. med., συγγνοῖτο δῆτα καὶ παρασταίη πρόφρων, ib. 213; Soph. Trach. 278 El. 249; σύγγνωθι, Eur. Hipp. 615; σύγγνωθι ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, Hel. 81; u. τινί τι, wie συγγνώσεταί σοι τήνδ' ἁμαρτίαν, Andr. 841; σύγγνωθί μοι, Ar. Nub. 139, wie Vesp. 1001; Xen. Cyr. 5, 1, 12. 7, 5, 50; οὐ ξυγγιγνώσκεις τοῖς ἀνδράσιν, Plat. Rep. IV, 426 d; συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις, Conv. 218 b; Gegensatz χαλεπαίνειν, Phaedr. 269 b, wie Euthyd. 306 c, u. ἀγανακτέω, Menex. 244 b; – pass. sich verzeihen lassen, Verzeihung erhalten, συγγιγνώσκεταί μοι, mir wird verziehen, vulg. Xen. Cyr. 7, 1, 44.

French (Bailly abrégé)

f. συγγνώσομαι, ao.2 συνέγνων, etc.
I. être du même avis : τινι que qqn ; τι ou πρός τι en qch, donner son assentiment à qch ; μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξ. THC partager l'erreur avec beaucoup de gens ; p. suite :
1 convenir de, reconnaître : τι qch ; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες SOPH nous reconnaîtrons souffrir comme coupables d'une faute ; abs. reconnaître son erreur;
2 se ranger à l'avis de, consentir à, accorder, avec une prop. inf.;
II. avoir conscience de : συγγινώσκομεν αὐτοῖσι ἡμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς HDT nous avons conscience de n'avoir pas bien agi ; συνέγνωσαν αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες LYS ils eurent conscience d'avoir commis un méfait;
III. pardonner : τινι à qqn ; τινί τι qch à qqn ; avec un seul dat. de chose : κλοπαῖς EUR pardonner des vols ; avec εἰ, pardonner à qqn si ou de;
Moy. συγγιγνώσκομαι;
1 être du même avis que, être d'accord avec, être d'accord ; consentir;
2 avoir conscience de ou que ; avec l'inf., avoir conscience de;
3 pardonner.
Étymologie: σύν, γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-γιγνώσκω, Att. ook ξυγγιγνώσκω, Ion. en later Grieks συγγῑνώσκω, aor. en perf. alleen act.; ‘mede-weten’, zich bewust zijn (van), begrip hebben (voor) met acc., inf. of ptc. (imperf.) zich bewust zijn: inzien, erkennen (vaak med.); (aor.) zich bewust worden: zich realiseren, beseffen met acc.. οἱ δὲ... ξυνεγίγνωσκον... καὶ αὐτοὶ οὐχ ἧσσον ταῦτα ἐκείνου zij zagen dat zelf niet minder in dan hij Thuc. 7.73.2. met inf. of ptc..; εἰ... συγγινώσκεαι εἶναι ἥσσων als je erkent de mindere te zijn Hdt. 4.126; ἀκούσας συνέγνω ἑωυτοῦ εἶναι τὴν ἁμαρτάδα toen hij dat hoorde, besefte hij dat de fout van hemzelf was Hdt. 1.91.6; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες we zullen door ondervinding inzien dat we een fout hebben begaan Soph. Ant. 926; ook met ὡς-, ὅτι- bijzin:. συνέγνωσαν ὡς οὐ δυνατὸν ἦν ze realiseerden zich dat het niet mogelijk was Plut. Dion 53.6. σ. ἑαυτῷ bij zichzelf erkennen, beseffen:. συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατὸς τὰ πρήγματα ἐπορᾶν hij was zich ervan bewust dat hij niet meer in staat was de zaken te overzien Hdt. 3.53.1; συνέγνωσαν δὲ καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες ze beseften ook zelf dat ze onrechtvaardig hadden gehandeld Lys. 9.11. met (acc. en) dat. het eens zijn (over iets) met iem.:; ἐγὼ συνεγίγνωσκον αὐτοῖς ík was het met hen eens Xen. Cyr. 7.2.27; abs..; τοὺς πρεσβυτέρους ἀδελφεοὺς... συγγνόντας τὴν βασιληίην... παραδοῦναι τῷ νεωτάτῳ dat de oudere broers eendrachtig het rijk aan de jongste in handen gaven Hdt. 4.5; ὁ δὲ ἄπαρνός ἐστι..., οἱ δὲ οὐ συγγινωσκόμενοι... hij ontkent het stellig..., maar zij zijn het niet met hem eens... Hdt. 3.99.1; uitbr., met acc. en μετά + gen.:; μετὰ πολλῶν οἷς ταὐτὰ ἔδοξε... τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν zij deelden die vergissing met velen die dezelfde mening hadden (nl. dat Athene snel te gronde zou gaan) Thuc. 8.24.5; abs. instemmen:. ἐμέ τε τὸν παραινέσαντα πολεμεῖν καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς οἳ ξυνέγνωτε ik die tot oorlogsvoeren heb aangespoord en jullie zelf die instemden Thuc. 2.60.4. (aan) iem. iets vergeven (soms med.); συγγνώσεταί σοι τήνδ’ ἁμαρτίαν πόσις je echtgenoot zal je deze fout vergeven Eur. Tr. 840; ook met dat. en gen..; ἐκείνοις... τῆς ἀνοίας συνεγίνωσκον ik vergaf hun (om) hun onbezonnenheid Luc. 22.24; ook met dubb. dat..; σύγγνωθι δ’ ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις vergeef ons voor onze woorden Eur. Hel. 82; abs..; σύγγνωτε vergeeft (me) Soph. El. 257; met εἰ- bijzin:; συνεγιγνώσκετε... ἄν μοι εἰ ἐν ἐκείνῃ τῇ φωνῇ... ἔλεγον jullie zouden me vergeven als ik op die toon sprak Plat. Ap. 17d; begrip hebben voor:. εἰδὼς ἂν αἶσαν τήνδε συγγνοίη βροτοῖς omdat hij dit lot kent zal hij wel begrip hebben voor stervelingen Aeschl. Suppl. 215. (later Grieks) samen met iem. iets weten:; τί πώποτε Φιλόξενος αἰσχρὸν αὐτῷ συνεγνωκώς (hij vroeg) van wat voor schandelijks van hem Philoxenus ooit medeweten had gehad Plut. Alex. 22.1; abs. op de hoogte zijn:. συγγνῶναι... μόνον (φησί) ὁ Κτησίας Ctesias zegt dat ze er alleen vanaf wist (maar niet medeplichtig was) Plut. Art. 19.2.

Russian (Dvoretsky)

συγγιγνώσκω: ион. συγγῑνώσκω тж. med.
1 одинаково думать, решать вместе (с кем-л.), быть одинакового мнения, соглашаться (τινί Xen.; τινί τι Isae.): μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν Thuc. (хиосцы) разделяли это заблуждение со многими; οὐ ὁ συγγνωσόμενός τοι πάρα Her. нет такого, кто согласился бы с тобой; συγγνόντες οἴχοντο ἀποστάντες Her. согласившись, они отказались от своего намерения;
2 (обычно с ἑαυτῷ) признавать(ся), сознавать(ся): συνέγνωσαν καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Lys. они сами признали, что поступили незаконно; συγγινωσκόμενος τῶν ἀνθρώπων εἶναι βαρυσυμφορώτατος Her. считая себя несчастнейшим из людей; οὔ οἱ συγγινώσκων λέγειν ἀληθέα Her. не поверив тому, что он говорит правду; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες (pl. m = sing. f) Soph. (в этом случае) я готова была бы, стерпев, признать себя виновной;
3 извинять, прощать: σ. τινί τι Aesch., Eur. и τινί τινος Eur., Plat.; прощать кому-л. что-л.; σύγγνωθι ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις Eur. прости мне мои слова; ἡ βία γὰρ ταῦτ᾽ ἀναγκάζει με δρᾶν, ξύγγνωτε Soph. ведь необходимость заставляет меня делать это, простите (меня).

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α γιγνώσκω
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, -η, -ον
από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός
αρχ.
1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον
2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον
3. μυούμαι στη γνώση ενός πράγματος μαζί με άλλους
4. (κατ' επέκτ.) παίρνω μέρος σε συνωμοσία μαζί με κάποιον άλλο
5. αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογώ
6. παραχωρώ
7. συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα («ἐκ πολλῶν... συνεγνωκυῖα θεσφάτων ὅτι βασιλεῦσαι... εἵμαρτο», Διον. Αλ.)
8. έχω τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο
9. συγχωρώ κάποιον («αἰτιᾷ τὸν κλέπτοντα καὶ ἁρπάζοντα, καὶ οὐ συγγινώσκεις, ἀλλὰ κολάζεις», Ξεν.)
10. απόλ. ομολογώ το σφάλμα μου, μετανιώνω
11. φρ. «συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ» — έχω συναίσθηση, συνείδηση ότι... (Σοφ.).

Greek Monotonic

συγγιγνώσκω: Ιων. συγγῑν-· μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ -έγνων, παρακ. -έγνωκα·
I. σκέφτομαι κατά τον ίδιο τρόπο με, συμφωνώ με, ομονοώ, ομοφωνώ, τινί, σε Ξεν.· με αιτ., τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν, μοιράστηκαν την ευθύνη για το σφάλμα, σε Θουκ.· απόλ., συναινώ, συμφωνώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
II. 1. συγγιγνώσκω ἑαυτῷ, είμαι εν γνώσει, συνειδητοποιώ· καὶ αὐτοὶ ξυνέγνωσαν σφίσιν ὡς ἠδικηκότες, σε Λυσ.· ομοίως στη Μέσ. συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατός, σε Ηρόδ.
2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, αναλαμβάνω την ευθύνη, ομολογώ, αποδέχομαι, τι, στον ίδ., Αττ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ.· με μτχ., ξυγγνοῖμεν ἂν ἡμαρτηκότες, σε Σοφ.· απόλ., ομολογώ το σφάλμα μου, το αναγνωρίζω, σε Ενεργ. και Μέσ., στον ίδ.
III. τρέφω τα ίδια αισθήματα με κάποιον· ομοίως, τον δικαιολογώ, τον συγχωρώ, του δίνω χάρη ή άφεση, σε Σοφ. κ.λπ.· συγγιγνώσκω τινὶ τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere aliqui culpam, σε Ευρ.· επίσης με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγεν. συγγῑν-· μέλλ. συγγνώσομαι, ἀόρ. β΄ συνέγνων, πρκμ. συνέγνωκα. Εἶμαι τῆς αὐτῆς γνώμης, φρονῶ τὰ αὐτά, συμφωνῶ, τινι Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27· τινί τι Ἰσαῖ. 73. 21· μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν, μετέσχον τῆς πλάνης, τοῦ σφάλματος πολλῶν, Θουκ. 8. 24· - ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. consentire, συναινῶ, συμφωνῶ, Ἡρόδ. 4. 5, Θουκ. 2. 60· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 3. 99., 7. 12. 2) παρὰ μεταγεν., γινώσκω τι μυστικὸν μετ’ ἄλλου, λαμβάνω μέρος εἰς συνωμοσίαν μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 6, Δίων Κ. 44. 13, κτλ.· συνεγνωκότες, συνωμόται, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 5. ΙΙ. συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ, ἔχω τὴν συναίσθησιν ὅτι, μετὰ μετοχ. κατ’ ὀνομ., σ. καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Λυσ. 115. 11· σ. ἑαυτοῖς κακῶς βουλευόμενοι Διον. Ἁλ. 2. 55· ἀλλὰ μετὰ μετοχ. κατὰ δοτ., σ. αὐτοῖσιν ὑμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς Ἡρόδ. 5. 91, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 60· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατὸς Ἡρόδ. 3. 53· καὶ ἄνευ τοῦ ἑαυτῷ, εἰ συγγινώσκεται εἶναι ἕσσων ὁ αὐτ. 4. 120, πρβλ. 1. 45., 5. 86. 2) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι, ὁμολογῶ, τι ὁ αὐτ. 4. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 427, Θουκ. 7. 73· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι, ὁμολογῶ ὅτι ..., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια Ἡρόδ. 1. 89· συνέγνω ἑωυτοῦ εἶναι τὴν ἁμαρτάδα αὐτόθι 91, πρβλ. 4. 43· - οὕτω μετὰ μετοχ., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες Σοφ. Ἀντ. 926· ὡσαύτως, σ. ὡς ... Πλάτ. Νόμ. 71?D - ἀπολ., ὁμολογῶ τὸ σφάλμα μου, νῦν συγγνοὺς χρήσομαι τῇ ἐκείνου γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 13, πρβλ. 9. 122· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οὔτε συγγινωσκόμενοι (ἐνν. τοῦτο) ὁ αὐτ. 5. 94, πρβλ. 6. 92· μετ’ ἀπαρ., οὐ συνεγινώσκετο αὐτὸς ... εἶναι αἴτιος ὁ αὐτ. 6. 61, πρβλ. 140. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., παραχωρῶ, Ξεν. Ἀθην. 2, 20. ΙΙΙ. συνάγωσυμπεραίνω ἐκ δεδομένων, ἔκ τινος ὅτι ... Διον. Ἁλ. 4. 4. IV. ἔχω τὰ αὐτὰ καὶ ἄλλος τις αἰσθήματα, ὅθεν συμπαθῶ πρός τινα, συγχωρῶ, Σοφ. Ἠλ. 257, Εὐρ. Ἴων 1440, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· τινι Σοφ. Τρ. 279, Εὐρ. Ἠλ. 1105, κτλ.· σ. τινι τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere alicui culpam, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 840, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 215· τινὶ τῆς ἐπιθυμίας Πλάτ. Εὐθύδ. 306C· τινὶ ὅτι ... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 244Β· ξ. εἰ ... Ἀριστοφ. Σφ. 959· ὡσαύτως, ξ. τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Ἠλ. 348, Πλάτ. Συμπ. 218Β· κλοπαῖς Εὐρ. Ι. Τ. 1400, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1299· ξ. ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις Εὐρ. Ἑλ. 82· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 216. - Παθ., ἐν ἀπροσώπῳ χρήσει, συγγιγνώσκεταί μοι, Λατ. ignoscitur mihi, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44, καὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. - Ἡ τελευταία αὕτη τοῦ ῥήματος σημασία ἀπαντᾷ πρῶτον παρ’ Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῇ λέξει συγγνώμη ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἄφεσις, «συγχώρησις». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 999-201.

Middle Liddell

ionic συγγῑν fut. -γνώσομαι aor.2 -έγνων perf. -έγνωκα
I. to think with, agree with, τινί Xen.; c. acc., τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν shared the error, Thuc.:—absol. to consent, agree, Hdt., Thuc.; so in Mid., Hdt.
II. ς. ἑαυτῷ to be conscious, καὶ αὐτοὶ ξυνέγνωσαν σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Lys.:—so in Mid., συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατός Hdt.
2. to allow, acknowledge, own, confess, τι Hdt., Attic; c. acc. et inf., Hdt.; c. part., ξυγγνοῖμεν ἂν ἡμαρτηκότες Soph.:—absol. to confess one's error, in Act. and Mid., Soph.
III. to have a fellow-feeling with another: and so, to make allowance for him, excuse, pardon, forgive, τινί Soph., etc.; ς. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν, Lat. ignoscere alicui culpam, Eur.; also c. gen. rei, Plut.

Translations

agree

Afrikaans: saamstem; Albanian: jam dakord; Arabic: وَافَقَ; Armenian: համաձայնել, համաձայնվել; Basque: ados egon, ados izan, bat etorri; Belarusian: згаджацца, згадзі́цца; Bulgarian: съответствам, хармонирам, съгласявам се; Burmese: သဘောတူ; Carpathian Rusyn: соглашатися, согласитися, годитися, погодитися; Catalan: acordar; Cebuano: uyon; Cherokee: ᎪᎯᏳᎲᏍᎦ; Chickasaw: ittibaachaffa; Chinese Cantonese: 同意; Mandarin: 同意; Cornish: unverhe; Czech: shodovat se, souhlasit; Danish: være enig; Dutch: overeenkomen, afspreken, instemmen, overeenstemmen, toestemmen, rijmen, het eens zijn met; Esperanto: akordi, jesi, samopinii; Finnish: olla yhtä mieltä, olla yksimielisiä, myötäillä; French: être d'accord, consentir; Galician: estar de acordo; Georgian: შეთანხმება, დათანხმება; German: zustimmen, einverstanden sein; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: συμφωνώ; Ancient Greek: ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ὁμογνωμονέω, ὁμολογεῖν, ὁμολογέω, ὁμονοέω, ὁμορροθεῖν, ὁμορροθέω, προσᾴδειν, συγγιγνώσκω, συμβαίνειν, συμπίπτειν, συμφάναι, συμφέρειν, συμφέρω, σύμφημι, συμφωνεῖν, συμφωνέω, συναγορεύειν, συναινεῖν, συνομολογεῖν, συνομολογέω, συντίθεσθαι, συντρέχειν; Hebrew: הִסְכִּים; Hiligaynon: uyon, paguyon; Hindi: सहमति; Hungarian: egyetért; Interlingua: concordar; Irish: aontaigh; Italian: essere d'accordo, concordare; Japanese: 同意する, 同じる, 一致する, 賛成する; Kazakh: біреумен келісу; Khmer: យល់ព្រម, ព្រម; Korean: 동의(同意)하다; Kurdish Northern Kurdish: li hev kirin; Latin: assentio, convenio, concordo, concino, audio; Lushootseed: ʔuʔəd; Macedonian: се согласува, се согласи; Malay: setuju, bersetuju; Mansaka: oyon; Maranao: ayon; Marathi: सहमत असणे; Mongolian: зөвшөөрөх; Norwegian: være enig; Occitan: acordar; Persian: موافق بودن; Polish: zgadzać się, zgodzić się, uzgadniać, uzgodnić; Portuguese: concordar, estar de acordo; Quechua: allipunakuy, añikuy; Romagnol: curdêr; Romanian: fi de acord, cădea de acord; Russian: соглашаться, согласиться, приходить к согласию, достигать соглашения; Sardinian: cuncordare; Scottish Gaelic: co-aontaich; Serbo-Croatian: сагласити се, saglasiti se; Shan: တူၵ်းလူင်း; Slovak: zhodovať sa, súhlasiť; Spanish: estar de acuerdo, coincidir, concordar, acordar; Swedish: hålla med, vara överens om; Tagalog: sumangayon; Tamil: ஒத்துக்கொள்; Thai: ตกลง; Turkish: katılmak; Ukrainian: погоджуватися, погодитися, згоджуватися, згодитися; Vietnamese: đồng ý; Welsh: cytuno, cyd-weld, cydsynio, cydgordio, cyd-fynd; Western Bukidnon Manobo: uyun; Yiddish: שטימען, מסכּים זײַן