συμβεβάναι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(6)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβεβάναι:''' [ᾰ], αντί <i>-βεβηκέναι</i>, απαρ. παρακ. του [[συμβαίνω]].
|lsmtext='''συμβεβάναι:''' [ᾰ], αντί <i>-βεβηκέναι</i>, απαρ. παρακ. του [[συμβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμβεβάναι:''' inf. pf. к [[συμβαίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 04:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

inf. pf. ion. de συμβαίνω.

Greek Monotonic

συμβεβάναι: [ᾰ], αντί -βεβηκέναι, απαρ. παρακ. του συμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

συμβεβάναι: inf. pf. к συμβαίνω.