Anonymous

συμπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπεριλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[περικλείω]] σε μια [[συνθήκη]] με άλλους, σε Φίλλιπ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Λουκ.
|lsmtext='''συμπεριλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[περικλείω]] σε μια [[συνθήκη]] με άλλους, σε Φίλλιπ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριλαμβάνω:''' <b class="num">1)</b> окружать со всех сторон, обволакивать ([[ὀστᾶ]] τοῖς νεύροις Plat.): συμπεριληφθεὶς ὑπὸ ὑγρότητος Plat. окруженный влагой;<br /><b class="num">2)</b> обхватывать, обнимать (sc. τινά NT);<br /><b class="num">3)</b> охватывать, включать: συμπεριειλημμήνοι ἐν ταῖς συνθήκαις Dem. включенные в условия договора; ἐν τῇ περὶ τῆς Ἑλλάδος ὑποθέσει συμπεριλαβεῖν τι Polyb. включать что-л. в историю Эллады; ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arst. быть охваченным в (общем) определении;<br /><b class="num">4)</b> med. принимать участие, приобщаться: συμπεριλαμβάνεσθαι τῶν περί τινος λόγων Luc. принять участие в беседе о чем-л.
}}
}}