συμπεριλαμβάνω
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
A gather together, τὸ τοῦ ἱματίου περικεχυμένον Sor.Vit.Hippocr.12; enclose or include together, [τοῖς νεύροις] ὀστᾶ καὶ μυελόν Pl.Ti.74d, cf. Hp.Fist.4; τὰ ᾠά Arist.HA549a33; πολλὴν ἀναθυμίασιν Id.Mete. 358a33:—Pass., Pl.Ti.83d.
2 embrace, include, τὰ γένη ib.58a; comprehend in a treaty with others, ἐν ταῖς συνθήκαις Philipp. ap. D. 18.77 (Pass.), cf. Decr. ap. eund.18.29, Epicur.Nat.28.9; embrace in the same history, Plb.8.11.4, cf. D.S.16.94, etc.:—Pass., ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arist.Top.142a31, cf. Thphr. HP 6.1.1, al.; ὅπως -ληφθῶμεν ἐν ταῖς συνθήκαις SIG591.64 (Lampsacus, ii B.C.).
3 in literal sense, embrace, Act.Ap.20.10.
II Med., take part in together, τινος Luc.Dom.4codd. συμπεριληπτέον, one must include, Thphr. HP6.6.1.
German (Pape)
[Seite 986] (s. λαμβάνω), mit, zugleich, zusammen umfassen; Plat. Tim. 58 a 83 d; Dem. u. Folgde, τὶ τῇ ὑποθέσει, Pol. 8, 13, 4; auch = mit dem Verstande begreifen, Arist. de anim. 1, 2, – συμπεριληψόμενος τῶν περὶ τοῦ ἔρωτος λόγων, Luc. de dom. 4.
French (Bailly abrégé)
inf. pf. Pass. συμπεριειλῆφθαι;
embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; particul. comprendre dans un traité;
Moy. συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps ou ensemble à, gén..
Étymologie: σύν, περιλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιλαμβάνω, Att. ξυμπεριλαμβάνω helemaal omgeven of omvatten; met dat. met iets; omhelzen. NT Act. Ap. 20.10. mede opnemen (in een verdrag). Dem. 18.77.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριλαμβάνω:
1 окружать со всех сторон, обволакивать (ὀστᾶ τοῖς νεύροις Plat.): συμπεριληφθεὶς ὑπὸ ὑγρότητος Plat. окруженный влагой;
2 обхватывать, обнимать (sc. τινά NT);
3 охватывать, включать: συμπεριειλημμήνοι ἐν ταῖς συνθήκαις Dem. включенные в условия договора; ἐν τῇ περὶ τῆς Ἑλλάδος ὑποθέσει συμπεριλαβεῖν τι Polyb. включать что-л. в историю Эллады; ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arst. быть охваченным в (общем) определении;
4 med. принимать участие, приобщаться: συμπεριλαμβάνεσθαι τῶν περί τινος λόγων Luc. принять участие в беседе о чем-л.
Spanish
English (Strong)
from σύν and a compound of περί and λαμβάνω; to take by enclosing altogether, i.e. earnestly throw the arms about one: embrace.
English (Thayer)
(T WH συνπεριλαμβάνω (cf. σύν, II. at the end)): 2nd aorist participle συμπεριλαβών; from Plato and Demosthenes down;
1. to comprehend at once.
2. to embrace completely: τινα, Acts 20:10.
Greek Monolingual
ΝΜΑ περιλαμβάνω
περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῦ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.)
αρχ.
1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω μαζί («πολλὴν ἀναθυμίασιν συμπεριλαμβάνειν», Αριστοτ.)
2. συλλέγω, μαζεύω («τὸ τοῦ ἱματίου περικεχυμένον συμπεριλαμβάνειν», Σωρ.)
3. αναφέρω συγχρόνως («ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι», Αριστοτ.)
4. αγκαλιάζω («ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε»)
5. μέσ. συμπεριλαμβάνομαι
λαμβάνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω σε κάτι.
Greek Monotonic
συμπεριλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι,
I. περιλαμβάνω, περιέχω, περικλείω σε μια συνθήκη με άλλους, σε Φίλλιπ. παρά Δημ.
II. Μέσ., συμμετέχω σε κάτι, με γεν., σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριλαμβάνω: ὡς καὶ νῦν, περιλαμβάνω ὁμοῦ, περικλείω, περιέχω ὁμοῦ, [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) περιλαμβάνω συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη αὐτόθι 58Α· περιλαμβάνω ἐν συνθήκῃ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· περιλαμβάνω ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος εἴς τι, μετέχω ὁμοῦ, τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
I. to comprehend in a treaty with others, Philipp. ap. Dem.
II. Mid. to take part together in a thing, c. gen., Luc.
Chinese
原文音譯:sumperilamb£nw 沁-胚里-藍巴挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:同-四周-取得
字義溯源:緊抱著,擁抱,抱著;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(λαμβάνω)*=拿)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 抱著(1) 徒20:10
Léxico de magia
rodear, coger alrededor καὶ συμπεριλαβὼν (τὴν φιάλην) ταῖς δυσὶ χερσὶ δίωκε, ὡς ὑπεδείχθη σοι y rodeando la fuente con las dos manos, recita, como se te ha enseñado P LXII 43