συνεπαγωνίζομαι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπᾰγωνίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[συμβάλλω]] στην [[υποκίνηση]] μιας [[επιπλέον]] έριδας, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συνεπᾰγωνίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[συμβάλλω]] στην [[υποκίνηση]] μιας [[επιπλέον]] έριδας, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπᾰγωνίζομαι:''' усиливать или осложнять борьбу: συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης Polyb. так как судьба (словно) хотела осложнить события борьбы.
}}
}}