συνεπαγωνίζομαι
English (LSJ)
join in stirring up a contest besides, τοῖς γεγονόσι besides all that had happened, Plb.3.118.6.
French (Bailly abrégé)
être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαγωνίζομαι.
German (Pape)
zum Kampf od. Wettspiel hinzusetzen, einen Wettkampf zum Nachspiel halten; ἐπιμετρούσης καὶ συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης, Pol. 3.118.6.
Russian (Dvoretsky)
συνεπᾰγωνίζομαι: усиливать или осложнять борьбу: συνεπαγωνιζομένης τοῖς γεγονόσι τῆς τύχης Polyb. так как судьба (словно) хотела осложнить события борьбы.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπαγωνίζομαι: ἀποθ., ἐπαγωνίζομαι ὁμοῦ, συνεπιφέρω νέον ἀγῶνα τοῖς γεγονόσι, ἐκτὸς τῶν ἤδη γενομένων, Πολύβ. 3. 118, 6.
Greek Monolingual
Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.
Greek Monotonic
συνεπᾰγωνίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., συμβάλλω στην υποκίνηση μιας επιπλέον έριδας, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. -ιοῦμαι
Dep. to join in stirring up a contest besides, Polyb.