συνοδίτης: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που είναι [[μέλος]] συνόδου ([[σύνοδος]]), είναι δηλ. [[μέλος]] ενός ομίλου, μιας συντροφιάς, [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''συνοδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που είναι [[μέλος]] συνόδου ([[σύνοδος]]), είναι δηλ. [[μέλος]] ενός ομίλου, μιας συντροφιάς, [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοδίτης:''' ου (ῑ) ὁ спутник или попутчик Anth.
}}
}}