Anonymous

συνοδίτης: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συνοδίτης]] [[φθόγγος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που χρησιμοποιείται με σκοπό την [[ευφωνία]] και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[συνοδικός]], αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[μοναστήρι]] [[αλλά]] δεν διαμένει σ' αυτό («[[κληρικός]] ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συνόδου, [[μέλος]] συνέλευσης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδός]] («[[βλαπτικός]] [[συνοδίτης]] ἡ [[ἀπορία]]», Προκ. Γαζ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει [[σχέση]] με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καίσαρος [[συνοδίτης]]» — [[κόμης]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συνοδίτης]] [[φθόγγος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που χρησιμοποιείται με σκοπό την [[ευφωνία]] και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[συνοδικός]], αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[μοναστήρι]] [[αλλά]] δεν διαμένει σ' αυτό («[[κληρικός]] ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συνόδου, [[μέλος]] συνέλευσης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδός]] («[[βλαπτικός]] [[συνοδίτης]] ἡ [[ἀπορία]]», Προκ. Γαζ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει [[σχέση]] με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καίσαρος [[συνοδίτης]]» — [[κόμης]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνοδίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που είναι [[μέλος]] συνόδου ([[σύνοδος]]), είναι δηλ. [[μέλος]] ενός ομίλου, μιας συντροφιάς, [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]], σε Ανθ.
}}
}}