3,274,917
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφᾰρᾰγέομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]] τον χαρακτηριστικό ήχο που ακούγεται όταν πέφτει [[υγρό]] σε [[φωτιά]] ή σε πυρακτωμένη [[επιφάνεια]], «τσιτσιρίζω», [[τρίζω]], τριζοβολώ, [[σφυρίζω]]· <i>ῥίζαισφαραγεῦντο</i>, οι ρίζες του ματιού του (του Κύκλωπα Πολύφημου) τριζοβολούσαν ή σύριζαν (όταν ο [[Οδυσσέας]] του έμπηξε τον πυρακτωμένο πάσσαλο), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι υπερβολικά [[γεμάτος]], είμαι [[γεμάτος]] [[μέχρι]] σκασμού, στο ίδ. | |lsmtext='''σφᾰρᾰγέομαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[παράγω]] τον χαρακτηριστικό ήχο που ακούγεται όταν πέφτει [[υγρό]] σε [[φωτιά]] ή σε πυρακτωμένη [[επιφάνεια]], «τσιτσιρίζω», [[τρίζω]], τριζοβολώ, [[σφυρίζω]]· <i>ῥίζαισφαραγεῦντο</i>, οι ρίζες του ματιού του (του Κύκλωπα Πολύφημου) τριζοβολούσαν ή σύριζαν (όταν ο [[Οδυσσέας]] του έμπηξε τον πυρακτωμένο πάσσαλο), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι υπερβολικά [[γεμάτος]], είμαι [[γεμάτος]] [[μέχρι]] σκασμού, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφᾰρᾰγέομαι:''' (только 3 л. pl. impf. σφαραγεῦντο) шипеть, трещать (πυρί Hom.): οὔθατα σφαραγεῦντο Hom. (переполненные) сосцы чуть не разрывались от молока. | |||
}} | }} |