σφαραγέομαι
English (LSJ)
A burst with a noise, crackle, sputter, as liquids when thrown upon the fire, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι = the roots of his eye crackled or hissed (when Odysseus burnt them with the hot stake), Od.9.390.
II groan with fulness, to be full to bursting, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο ib.440.
French (Bailly abrégé)
seul. 3ᵉ pl. impf. épq. ion. σφαραγεῦντο;
bruire ; particul. :
1 pétiller, grésiller;
2 bouillonner ; être débordant, être plein.
Étymologie: σφάραγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαραγέομαι ep. imperf. 3 plur. σφαραγεῦντο. sputteren, klappen, met een klap barsten. Od. 9.390. op barsten staan:. οὔθατα σπαραγεῦντο hun uiers stonden op springen Od. 9.440.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰρᾰγέομαι: (только 3 л. pl. impf. σφαραγεῦντο) шипеть, трещать (πυρί Hom.): οὔθατα σφαραγεῦντο Hom. (переполненные) сосцы чуть не разрывались от молока.
English (Autenrieth)
ipf. σφαραγεῦντο: hiss, be full to bursting, Od. 9.390, 440.
Greek Monotonic
σφᾰρᾰγέομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. παράγω τον χαρακτηριστικό ήχο που ακούγεται όταν πέφτει υγρό σε φωτιά ή σε πυρακτωμένη επιφάνεια, «τσιτσιρίζω», τρίζω, τριζοβολώ, σφυρίζω· ῥίζαισφαραγεῦντο, οι ρίζες του ματιού του (του Κύκλωπα Πολύφημου) τριζοβολούσαν ή σύριζαν (όταν ο Οδυσσέας του έμπηξε τον πυρακτωμένο πάσσαλο), σε Ομήρ. Οδ.
II. είμαι υπερβολικά γεμάτος, είμαι γεμάτος μέχρι σκασμού, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰρᾰγέομαι: ἀποθ., σίζω μετὰ βρασμοῦ τινος, ὡς ὅταν ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ πυρός, ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον μετὰ βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, διότι οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. σφάραγος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: crackle, sizzle (ι 390), teem, be full unto bursting (ι 440).
Other forms: only ipf. σφαραγεῦντο; also σφαραγίζω in ἐσφαράγιζον excited (with noise) (Hes. Th. 706), -ίζει βροντᾳ̃, ταράττει, ψοφεῖ H.;
Derivatives: σφάραγος = ψόφος H., further only as 2. member, e.g. ἐρι- σφαραγέομαι with loud noise (h. Merc. a.o.), βαρυ- σφαραγέομαι with dull noise (Pi.).
Origin: IE [Indo-European] [996] *sprh₂(e)g- to bust, crackle
Etymology: Old inherited soundword (on the formation cf. σμαραγέω) with near cognates in Skt. sphū́rjati, -áyati crackle, drone, Balt., e.g. Lith. sprag-ù, ė́ti crackle, creak, Germ., e.g. OE sprecan, OHG sprehhan spreak etc.; besides in the sense of (with bang) burst, break up etc. Skt. sphū́rjati break up, Balt., e.g. Lith. spróg-stu, -ti break up, burst, but, to which also σπαργάω; s. v. w. lit. a. further forms. After Hiersche Ten. aspiratae 198ff. σφαρα-γέομαι, (ἐρι) -σφάραγος would be old defigurements of σμαραγέω, (ἐρι)-σμάραγος resp. σπαργέω, -άω(?). -- Cf. σφραγίς.
Middle Liddell
σφᾰρᾰγέομαι, only in pres. and imperf.] [from σφάραγος
I. Dep., to burst with a noise, to crackle, sputter, ῥίζαι σφαραγεῦντο the roots of his eye crackled or hissed (when Ulysses burnt them with the hot stake), Od.
II. to be full even to bursting, Od.
Frisk Etymology German
σφαραγέομαι: {spharagéomai}
Forms: nur Ipf. σφαραγεῦντο; auch σφαραγίζω in ἐσφαράγιζον ‘regten (unter Getöse) auf’ (Hes. Th. 706), -ίζει· βροντᾷ, ταράττει, ψοφεῖ H.;
Grammar: v.
Meaning: knisterten, zischten (ι 390), strotzten, waren zum Platzen voll (ι 440)
Derivative: σφάραγος = ψόφος H., sonst nur als Hinterglied, z.B. ἐρι- ~ mit lautem Getöse (h. Merc. u.a.), βαρυ- ~ mit dumpfem Getöse (Pi.).
Etymology: Altererbtes Schallwort (zur Bildung vgl. σμαραγέω) mit nahen Verwandten in aind. sphū́rjati, -áyati prasseln, knattern, dröhnen, balt., z.B. lit. sprag-ù, ė́ti prasseln, krachen, germ., z.B. ags. sprecan, ahd. sprehhan sprechen usw.; daneben im Sinn von ‘(mit Knall) bersten, platzen’ aind. sphū́rjati hervorbrechen, balt., z.B. lit. spróg-stu, -ti platzen, hersten, knospen, wozu noch σπαργάω; s. d. m. Lit. u. weiteren Formen. Nach Hiersche Ten. aspiratae 198ff. sollen σφαραγέομαι, (ἐρι) -σφάραγος alte Entstellungen von σμαραγέω, (ἐρι)-σμάραγος bzw. σπαργέω, -άω sein(?). — Vgl. σφραγίς.
Page 2,828