3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰρᾰχώδης:''' -ες ([[εἶδος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βίαιος]], [[θυελλώδης]], [[πολυτάραχος]], σε Ηρόδ.· <i>ἴχνη ταραχώδη</i>, αβέβαια, συγκεχυμένα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> διαταραγμένος, βρισκόμενος σε [[σύγχυση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον στρατό, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ταραχωδῶς]] [[ζῆν]], ζεις σε [[κατάσταση]] ταραχής και σύγχυσης, σε Ισοκρ.· [[ταραχωδῶς]] ἔχειν [[πρός]] τινα = [[διάκειμαι]] εχθρικά προς κάποιον, σε Δημ.· υπερθ. <i>ταραχωδέστατα</i>, σε Ισοκρ. | |lsmtext='''τᾰρᾰχώδης:''' -ες ([[εἶδος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βίαιος]], [[θυελλώδης]], [[πολυτάραχος]], σε Ηρόδ.· <i>ἴχνη ταραχώδη</i>, αβέβαια, συγκεχυμένα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> διαταραγμένος, βρισκόμενος σε [[σύγχυση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον στρατό, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ταραχωδῶς]] [[ζῆν]], ζεις σε [[κατάσταση]] ταραχής και σύγχυσης, σε Ισοκρ.· [[ταραχωδῶς]] ἔχειν [[πρός]] τινα = [[διάκειμαι]] εχθρικά προς κάποιον, σε Δημ.· υπερθ. <i>ταραχωδέστατα</i>, σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰρᾰχώδης:''' <b class="num">1)</b> вносящий смятение, создающий замешательство (τὸ [[θεῖον]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> сбивающий с ног, пьянящий ([[φάρμακον]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> непостоянный, капризный ([[τύχη]] Isocr.; μεταβολαί Arst.);<br /><b class="num">4)</b> запутанный (ἴχνη Xen.);<br /><b class="num">5)</b> сбивчивый (ἡ [[κρίσις]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> беспорядочный ([[ναυμαχία]] Thuc.). | |||
}} | }} |