Anonymous

ταραχώδης: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[ταραχώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ταραχή]]<br />[[γεμάτος]] [[ταραχή]], [[ταραγμένος]] (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «[[ταραχώδης]] ύπνος» γ. «[[βίος]] ταραχωδέστατος», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[αναταραχή]], με θόρυβο, [[θυελλώδης]] («[[ταραχώδης]] [[διάλογος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που του αρέσει να προκαλεί ταραχές, [[ταραχοποιός]] («[[ταραχώδης]] και [[στασιαστής]] άνήρ», Διον. Αλ.)<br />β) (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που ταράζει, που προξενεί φόβο ή [[ανησυχία]] («ταραχώδεις ἐλπίδες», Επίκ.)<br /><b>2.</b> συγκεχυμένος, [[αβέβαιος]]<br /><b>3.</b> (για τον νου) αυτός που βρίσκεται σε [[σύγχυση]]<br /><b>4.</b> (για την [[κοιλιά]]) αυτός που υποφέρει από [[διάρροια]]<br /><b>5.</b> (για [[υγρό]]) [[θολός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ταραχωδώς]] / <i>ταραχωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με ταραχώδη τρόπο, σε [[κατάσταση]] ταραχής, σύγχυσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ταραχωδῶς ἔχειν [[πρός]] τινας» — το να [[είναι]] [[κανείς]] διατεθειμένος εχθρικά [[προς]] κάποιον (<b>Πλούτ.</b>, Νικόλ. Δαμ.)<br />β) «ταραχωδῶς ὑπειληφέναι [[περί]] τινος» — έχω συγκεχυμένη [[γνώμη]] για [[κάτι]] <b>(Ισοκρ.)</b>.
|mltxt=-ες / [[ταραχώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ταραχή]]<br />[[γεμάτος]] [[ταραχή]], [[ταραγμένος]] (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «[[ταραχώδης]] ύπνος» γ. «[[βίος]] ταραχωδέστατος», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[αναταραχή]], με θόρυβο, [[θυελλώδης]] («[[ταραχώδης]] [[διάλογος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που του αρέσει να προκαλεί ταραχές, [[ταραχοποιός]] («[[ταραχώδης]] και [[στασιαστής]] άνήρ», Διον. Αλ.)<br />β) (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που ταράζει, που προξενεί φόβο ή [[ανησυχία]] («ταραχώδεις ἐλπίδες», Επίκ.)<br /><b>2.</b> συγκεχυμένος, [[αβέβαιος]]<br /><b>3.</b> (για τον νου) αυτός που βρίσκεται σε [[σύγχυση]]<br /><b>4.</b> (για την [[κοιλιά]]) αυτός που υποφέρει από [[διάρροια]]<br /><b>5.</b> (για [[υγρό]]) [[θολός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ταραχωδώς]] / <i>ταραχωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με ταραχώδη τρόπο, σε [[κατάσταση]] ταραχής, σύγχυσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ταραχωδῶς ἔχειν [[πρός]] τινας» — το να [[είναι]] [[κανείς]] διατεθειμένος εχθρικά [[προς]] κάποιον (<b>Πλούτ.</b>, Νικόλ. Δαμ.)<br />β) «ταραχωδῶς ὑπειληφέναι [[περί]] τινος» — έχω συγκεχυμένη [[γνώμη]] για [[κάτι]] <b>(Ισοκρ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρᾰχώδης:''' -ες ([[εἶδος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βίαιος]], [[θυελλώδης]], [[πολυτάραχος]], σε Ηρόδ.· <i>ἴχνη ταραχώδη</i>, αβέβαια, συγκεχυμένα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> διαταραγμένος, βρισκόμενος σε [[σύγχυση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον στρατό, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ταραχωδῶς]] [[ζῆν]], ζεις σε [[κατάσταση]] ταραχής και σύγχυσης, σε Ισοκρ.· [[ταραχωδῶς]] ἔχειν [[πρός]] τινα = [[διάκειμαι]] εχθρικά προς κάποιον, σε Δημ.· υπερθ. <i>ταραχωδέστατα</i>, σε Ισοκρ.
}}
}}