τετυφωμένως: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετυφωμένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[τυφόω]], ανόητα, σε Δημ.
|lsmtext='''τετυφωμένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[τυφόω]], ανόητα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετῡφωμένως:''' бессмысленно, глупо Dem.
}}
}}