τετυφωμένως
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
Adv., (τυφόω) stupidly, D.23.137.
German (Pape)
[Seite 1101] adv. part. perf. pass. von τυφόω, thörichterweise, Dem. 23, 137.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 stupidement;
2 d'une façon cachée.
Étymologie: τυφόω.
Russian (Dvoretsky)
τετῡφωμένως: бессмысленно, глупо Dem.
Greek (Liddell-Scott)
τετῡφωμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ τυφόω, μετά τύφου, ἀνοήτως, ἠλιθίως, Δημ. 665. 13. 2) μετ’ οἰήσεως ἢ ἐπάρσεως, Κλήμ. Ἀλ. 191.
Greek Monolingual
Α
1. με έπαρση, με περηφάνεια
2. με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος του τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τετυφωμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τυφόω, ανόητα, σε Δημ.