συστασιάζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συστᾰσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στασιάζω]], εξεγείρομαι ή [[αποστατώ]] από κοινού, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[επανάσταση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συστᾰσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στασιάζω]], εξεγείρομαι ή [[αποστατώ]] από κοινού, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[επανάσταση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συστᾰσιάζω:''' вместе восставать, принимать участие в восстании Thuc., Lys., Plut.
}}
}}