συστασιάζω
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
A join in faction or join in sedition, Th.4.86, Lys.30.11, etc.; τοῖς κληρικοῖς Jul.Ep.114.
II trans., band together for seditious purposes, τινας D.C.36.16.
German (Pape)
[Seite 1044] mit, zugleich aufstehen, in Aufstand, Aufruhr sein, mit von einer Partei sein; Thuc. 4, 86; Plut. C. Graech. 13.
French (Bailly abrégé)
participer à un soulèvement ; être du même parti.
Étymologie: σύν, στασιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συστᾰσιάζω Att. ook ξυστᾰσιάζω [σύν, στασιάζω] meedoen aan een opstand.
Russian (Dvoretsky)
συστᾰσιάζω: вместе восставать, принимать участие в восстании Thuc., Lys., Plut.
Greek Monolingual
ΝΑ στασιάζω
μετέχω σε στάση, είμαι μαζί με άλλον στασιαστής
αρχ.
συνδέω για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.).
Greek Monotonic
συστᾰσιάζω: μέλ. -σω, στασιάζω, εξεγείρομαι ή αποστατώ από κοινού, λαμβάνω μέρος σε επανάσταση, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συστᾰσιάζω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος στασιάζω, ἐπαναστατῶ, λαμβάνω μέρος εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ ὁμοῦ εἰς ἐπανάστασιν, συνδέω τινὰς ὁμοῦ πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.
Middle Liddell
fut. σω
to join in faction or sedition, take part therein, Thuc.