3,276,932
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i> ([[ἀραρίσκω]]), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''χαλκήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i> ([[ἀραρίσκω]]), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκήρης:''' отделанный, обитый или украшенный медью ([[κυνέη]], [[δόρυ]] Hom.; [[στόλος]] Aesch.; [[ναῦς]] Plut.). | |||
}} | }} |