Anonymous

χαλκήρης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i> ([[ἀραρίσκω]]), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''χαλκήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i> ([[ἀραρίσκω]]), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκήρης:''' отделанный, обитый или украшенный медью ([[κυνέη]], [[δόρυ]] Hom.; [[στόλος]] Aesch.; [[ναῦς]] Plut.).
}}
}}