3,274,729
edits
(35) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια. | |mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυώδης -ες [πύον] pusachtig. | |||
}} | }} |