Anonymous

πυώδης: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />purulent.<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />purulent.<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.
}}
}}