αὐτογνωσία: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_10)
 
m (Text replacement - "˙" to "·")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτογνωσία''': ἡ, αὐτὴ ἡ [[γνῶσις]], Ρήτορες (Walz) 3.476˙ - [[προσέτι]], αὐτόγνωσις, ἡ, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 88, 8.
|lstext='''αὐτογνωσία''': ἡ, αὐτὴ ἡ [[γνῶσις]], Ρήτορες (Walz) 3.476· - [[προσέτι]], αὐτόγνωσις, ἡ, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 88, 8.
}}
}}

Latest revision as of 19:32, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

αὐτογνωσία: ἡ, αὐτὴ ἡ γνῶσις, Ρήτορες (Walz) 3.476· - προσέτι, αὐτόγνωσις, ἡ, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 88, 8.