κας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(19)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κάς, τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ [[δέρμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[κασάς]]].———————— <b>(II)</b><br />κάς (Α)<br />διαλεκτ. τ. (κυπρ., αρκαδ.) [[αντί]] του <i>καί</i>.———————— <b>(III)</b><br />κἀς (Α)<br />[[κράση]] τών λ. <i>καὶ εἰς</i> ή <i>καὶ ἐς</i> («κἀς τὴν πόλιν ἐλθών», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />κάς, τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ [[δέρμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[κασάς]]].<br /><b>(II)</b><br />κάς (Α)<br />διαλεκτ. τ. (κυπρ., αρκαδ.) [[αντί]] του <i>καί</i>.<br /><b>(III)</b><br />κἀς (Α)<br />[[κράση]] τών λ. <i>καὶ εἰς</i> ή <i>καὶ ἐς</i> («κἀς τὴν πόλιν ἐλθών», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:05, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
κάς, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ δέρμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. κασάς].
(II)
κάς (Α)
διαλεκτ. τ. (κυπρ., αρκαδ.) αντί του καί.
(III)
κἀς (Α)
κράση τών λ. καὶ εἰς ή καὶ ἐς («κἀς τὴν πόλιν ἐλθών», Αριστοφ.).