ἀθροιστέον: Difference between revisions

1a
(2)
(1a)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθροιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀθροίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να μαζέψει, να συλλεχθεί, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀθροιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀθροίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να μαζέψει, να συλλεχθεί, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀθροίζω]],]<br />one must [[collect]], Xen.
}}
}}