Anonymous

ἀθροιστέον: Difference between revisions

From LSJ
2
(6_20)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθροιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. = δεῖ ἀθροίζειν, Ξεν. Λακ. 7, 4.
|lstext='''ἀθροιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. = δεῖ ἀθροίζειν, Ξεν. Λακ. 7, 4.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀθροιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀθροίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να μαζέψει, να συλλεχθεί, σε Ξεν.
}}
}}