3,277,114
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προαποθνήσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έθᾰνον</i>· [[πεθαίνω]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για δειλό άνθρωπο, [[προαποθνήσκω]] ἀπὸ τοῦ φόβου, δηλ. [[πριν]] από τον πραγματικό του θάνατο, σε Ξεν. | |lsmtext='''προαποθνήσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έθᾰνον</i>· [[πεθαίνω]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για δειλό άνθρωπο, [[προαποθνήσκω]] ἀπὸ τοῦ φόβου, δηλ. [[πριν]] από τον πραγματικό του θάνατο, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -θᾰνοῦμαι aor2 -έθᾰνον<br />to die [[before]] or [[first]], Hdt., Plat.; of a [[coward]], πρ. ἀπὸ τοῦ φόβου, i. e. [[before]] his [[real]] [[death]], Xen. | |||
}} | }} |