Anonymous

προαποθνήσκω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=προαποθνῄσκω ΝΜΑ<br />[[πεθαίνω]] πρωτύτερα ή [[πεθαίνω]] [[πρώτος]] («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]] υπερασπιζόμενος κάποιον.
|mltxt=προαποθνῄσκω ΝΜΑ<br />[[πεθαίνω]] πρωτύτερα ή [[πεθαίνω]] [[πρώτος]] («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]] υπερασπιζόμενος κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προαποθνήσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έθᾰνον</i>· [[πεθαίνω]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για δειλό άνθρωπο, [[προαποθνήσκω]] ἀπὸ τοῦ φόβου, δηλ. [[πριν]] από τον πραγματικό του θάνατο, σε Ξεν.
}}
}}