ἀνομόλογος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνομόλογος:''' противоречивый ([[ψευδὴς]] καὶ ἀ. Sext.).
|elrutext='''ἀνομόλογος:''' противоречивый ([[ψευδὴς]] καὶ ἀ. Sext.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=not agreeing .
}}
}}

Revision as of 16:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομόλογος Medium diacritics: ἀνομόλογος Low diacritics: ανομόλογος Capitals: ΑΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: anomólogos Transliteration B: anomologos Transliteration C: anomologos Beta Code: a)nomo/logos

English (LSJ)

ον,

   A not agreeing, incongruous, S.E.M.8.331, cf. Harp. s.v. ἀσυνθετώτατον, Apollon.Cit.3: c. dat., Alex.Aphr.in Top.548.17. Adv. -γως Porph. Abst.2.40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομόλογος: -ον, ἀσύμφωνος, διὰ τὸ ἐκεῖνα εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non d’accord, contradictoire.
Étymologie: ἀ, ὁμόλογος.

Spanish (DGE)

-ον
1 incongruente λήμματα S.E.M.8.331, ἀνομόλογον καὶ ἀσύμφωνον Harp.s.u. ἀσυνθετώτατον
subst. τὸ περὶ τὴν τάξιν ἀ. Ptol.Tetr.1.21.19, τὰ ἀ. Apollon.Cit.3.24
c. dat. τινὰ ... ἀνομόλογα τῷ κειμένῳ Alex.Aphr.in Top.548.17.
2 adv. -ως en forma incongruente ἀ. ... γίγνεσθαι Porph.Abst.2.40.

Greek Monolingual

ἀνομόλογος, -ον (Α)
αυτός που δεν συμφωνεί, ασύμφωνος, αντιφατικός.

Greek Monotonic

ἀνομόλογος: -ον, αυτός που διαφωνεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομόλογος: противоречивый (ψευδὴς καὶ ἀ. Sext.).

Middle Liddell

not agreeing .