ἀπροσωπόληπτος: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπροσωπόληπτος:''' -ον ([[προσωπολήπτης]]), αυτός που δεν μεροληπτεί [[υπέρ]] συγκεκριμένων προσώπων, [[αμερόληπτος]], [[αδέκαστος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[μεροληψία]] προς το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀπροσωπόληπτος:''' -ον ([[προσωπολήπτης]]), αυτός που δεν μεροληπτεί [[υπέρ]] συγκεκριμένων προσώπων, [[αμερόληπτος]], [[αδέκαστος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[μεροληψία]] προς το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσωπολήπτης]]<br />not [[respecting]] persons. adv. -τως, without [[respect]] of persons, NTest.
}}
}}