ἀπροσωπόληπτος

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσωπόληπτος Medium diacritics: ἀπροσωπόληπτος Low diacritics: απροσωπόληπτος Capitals: ΑΠΡΟΣΩΠΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: aprosōpólēptos Transliteration B: aprosōpolēptos Transliteration C: aprosopoliptos Beta Code: a)proswpo/lhptos

English (LSJ)

ἀπροσωπόληπτον, that does not distinguish on personal grounds, impartial, that cannot be looked in the face, not respecting persons, Suid. s.v. ἀδυσώπητος. Adv. ἀπροσωπολήπτως = without distinguishing on personal grounds, impartially, without respect of persons, 1 Ep.Pet.1.17.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀπροσωπόλημπτος 1Ep.Clem.1.3, Ep.Barn.4.12, 1Ep.Petr.1.17
• Morfología: [voc. απροσωπολημιε (sic) IGLS 343.6]
I 1que no hace distinción de personas, imparcial, inexorable de Dios, Clem.Al.Strom.6.6.46, Petr.I Al.Ep.Can.7, Eus.Alex.Serm.M.86.341D
de pers. ὁ δεσπότης Cyr.Al.M.71.564C, de Eusebio de Alejandría, Io.Not.V.Eus.M.86.297B
de abstr., de la caridad, Euthal.Epp.Cath.M.85.677B, de la tumba IGLS l.c.
τὸ ἀπροσωπόληπτον = imparcialidad, inexorabilidad τὸ ἀπροσωπόληπτον θεοῦ Clem.Al.Strom.6.8.64, τὸ ἑαυτοῦ εὔσπλαγχνον καὶ ἀ. ἐνδείκνυται διὰ πάντων τῶν ἁγίων ὁ Λόγος Hippol.Antichr.3.
2 que no se debe mirar cara a cara de Dios, Cyr.Al.M.70.1169D.
II adv. ἀπροσωπολήπτως = sin distinguir entre las personas, imparcialmente, inexorablemente ἀ. ... πάντα ἐποιεῖτε 1Ep.Clem.1.3, ὁ κύριος ἀ. κρινεῖ τὸν κόσμον Ep.Barn.4.12, cf. 1Ep.Petr.1.17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne fait pas acception des personnes, impartial.
Étymologie: , προσωποληπτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσωπόληπτος: -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδυσώπητος: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, ἄνευ προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσωπόληπτος, -ον) προσωποληπτώ
αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος.

Greek Monotonic

ἀπροσωπόληπτος: -ον (προσωπολήπτης), αυτός που δεν μεροληπτεί υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, αμερόληπτος, αδέκαστος· επίρρ. -τως, χωρίς μεροληψία προς το πρόσωπο κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

προσωπολήπτης
not respecting persons. adv. -τως, without respect of persons, NTest.