αὐτοκρατορικός: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκρᾰτορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν αυτοκράτορα· επίρρ. -[[κῶς]], δεσποτικώς, σε Πλούτ.
|lsmtext='''αὐτοκρᾰτορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν αυτοκράτορα· επίρρ. -[[κῶς]], δεσποτικώς, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[αὐτοκράτωρ]]<br />of or for an [[autocrat]]: adv. -κῶς, [[despotically]], Plut.
}}
}}