Anonymous

αὐτοκρατορικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτοκρατορικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> «αυτοκρατορική [[ιδέα]]» — η πολιτειολογική [[άποψη]] για τη [[μοναδικότητα]] της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την [[οικουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελεύθερος]], [[αυτεξούσιος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτοκρατορικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> «αυτοκρατορική [[ιδέα]]» — η πολιτειολογική [[άποψη]] για τη [[μοναδικότητα]] της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την [[οικουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελεύθερος]], [[αυτεξούσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκρᾰτορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν αυτοκράτορα· επίρρ. -[[κῶς]], δεσποτικώς, σε Πλούτ.
}}
}}