3,274,873
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτοκρατορικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> «αυτοκρατορική [[ιδέα]]» — η πολιτειολογική [[άποψη]] για τη [[μοναδικότητα]] της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την [[οικουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελεύθερος]], [[αυτεξούσιος]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐτοκρατορικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> «αυτοκρατορική [[ιδέα]]» — η πολιτειολογική [[άποψη]] για τη [[μοναδικότητα]] της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την [[οικουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελεύθερος]], [[αυτεξούσιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτοκρᾰτορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν αυτοκράτορα· επίρρ. -[[κῶς]], δεσποτικώς, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |